Την 5η Δεκεμβρίου πιθανόν να δούμε την παραίτηση του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι. Ή τουλάχιστον αυτό έχει υπαινιχθεί ο ίδιος. Την προηγούμενη ημέρα, στις 4 Δεκεμβρίου, οι πολίτες θα κληθούν στις κάλπες για να υποστηρίξουν ή για να εμποδίσουν τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες θέλει να προβεί ο πρωθυπουργός: το κύριο σημείο του δημοψηφίσματος αφορά στην αλλαγή του κοινοβουλευτικού συστήματος των δύο νομοθετικών σωμάτων που σχεδιάστηκε από τους ιδρυτές της Πρώτης Δημοκρατίας αμέσως μετά την πτώση του φασισμού και τη λήξη του πολέμου, με στόχο να αποφευχθεί η υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας από ένα και μόνο νομοθετικό σώμα. Πράγματι, σήμερα οι δύο Βουλές στην Ιταλία (η Βουλή των Αντιπροσώπων ή Κάτω Βουλή και η Γερουσία της Δημοκρατίας ή Άνω Βουλή) έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες, και προτού τεθεί σε ισχύ ένας νόμος θα πρέπει να έχει εγκριθεί και από τις δύο με την ίδια μορφή. Η απλούστευση της νομοθετικής διαδικασίας ήταν πάντα στην ημερήσια διάταξη των μεγάλων πολιτικών κομμάτων, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Μέχρι σήμερα.
Η σημερινή κεντροαριστερή κυβέρνηση, η οποία έχει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο χάρη στη συμμαχία της με τα κόμματα του κέντρου και της κεντρο-δεξιάς, κατά τα τελευταία δύο χρόνια προωθεί την πιο μεγάλη συνταγματική μεταρρύθμιση στην ιστορία της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Η συνταγματική αυτή μεταρρύθμιση προβλέπει το μετασχηματισμό των αρμοδιοτήτων της Γερουσίας. Η Γερουσία, που μέχρι σήμερα απαριθμούσε 320 μέλη, δεν θα έχει περισσότερα 100 μέλη, δεν θα απαιτείται πλέον η ψήφος υποστήριξής της προς την κυβέρνηση και δεν θα εκλέγεται απευθείας από τους πολίτες. Οι γερουσιαστές θα επιλέγονται μεταξύ των δημάρχων και των περιφερειακών συμβούλων. Οι απλοί νόμοι θα συντάσσονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ η Γερουσία θα μπορεί να ζητήσει μόνο κάποιες τυχόν αλλαγές τους, με τρόπο όμως μη δεσμευτικό. Θα μπορεί να προτείνει επίσης νομοσχέδια που η άλλη Βουλή θα μπορεί να εγκρίνει ή να απορρίψει. Ωστόσο θα εξακολουθεί να είναι σε ισχύ το κοινοβουλευτικό σύστημα των δύο νομοθετικών σωμάτων για τις συνταγματικές τροποποιήσεις, τους εκλογικούς νόμους, και τους νόμους που αφορούν τις τοπικές αρχές και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρά το γεγονός ότι θα υπάρχει η δυνατότητα διεξαγωγής προληπτικών δημοψηφισμάτων, το γεγονός ότι αυξάνεται ο ελάχιστος προαπαιτούμενος αριθμός υπογραφών, ουσιαστικά θα καθιστά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την υποβολή προτάσεων για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, είτε αυτό είναι ακυρωτικό είτε είναι συμβουλευτικό, περιορίζοντας έτσι σημαντικά τη συμμετοχή των πολιτών. Το ίδιο ισχύει και για τους νόμους που προτείνονται με πρωτοβουλία των πολιτών.
Τώρα, λοιπόν οι Ιταλοί καλούνται να ψηφίσουν προκειμένου να αποφασίσουν αν θα δώσουν τη συγκατάθεσή τους για τις τροποποιήσεις του Συντάγματος. Εκείνοι που τάσσονται υπέρ των συνταγματικών τροποποιήσεων προτάσσουν το γεγονός ότι θα διευκολυνθεί σημαντικά η νομοθετική διαδικασία, ενώ όσοι τάσσονται κατά – εκτός του ότι κάνουν λόγο για ακατανοησία του κειμένου – δεν δέχονται αυτό το στερεότυπο. Στην πραγματικότητα, όλα δείχνουν πως το ιταλικό Κοινοβούλιο είναι κάθε άλλο παρά αργό, με δεδομένο ότι κατά μέσο όρο ψηφίζεται ένας νόμος κάθε τέσσερις ημέρες. Άλλοι νόμοι, ωστόσο, για τους οποίους δεν υπάρχει η πολιτική βούληση για την επίτευξη συμφωνίας – λόγω, μάλιστα, συγκεκριμένων εκλογικών νόμων που καθιστούν αβέβαιη μια σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή – δεν ψηφίζονται. Τέλος, η αντιπολίτευση επικρίνει τη συνταγματική μεταρρύθμιση, διότι διάφορες τοπικές εκλογές, οι οποίες θα καθορίζουν ποιος θα γίνει γερουσιαστής, διεξάγονται σε ετήσια βάση. Κατ’αυτόν τον τρόπο, ενώ η Βουλή των Αντιπροσώπων θα βρίσκεται στα χέρια της ίδιας της κυβέρνησης όσο διαρκεί μια κοινοβουλευτική θητεία, η σύνθεση της Γερουσίας θα αλλάζει κάθε δώδεκα μήνες. Με κίνδυνο να μην έχει την ίδια πλειοψηφία με την Κάτω Βουλή.
Είναι πραγματικά δύσκολο – κυρίως για όσους δεν ζουν στην Ιταλία – να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους η κάθε πλευρά τίθεται υπέρ ή κατά της μεταρρύθμισης. Από τη μια πλευρά βρίσκεται η κυβέρνηση, μια πλειοψηφία που απαρτίζεται από τα κόμματα του κέντρου μαζί με το Δημοκρατικό Κόμμα, κάποια σημαντικά κινήματα και Καθολικά συνδικάτα, που υποστηρίζονται από μεγάλες τράπεζες και βιομηχανίες και που θεωρητικά θα έπρεπε να εμφανίζουν συντηρητικές τάσεις. Όμως, αντίθετα, υποστηρίζουν έντονα την ανάγκη για αλλαγή του Συντάγματος. Από την άλλη πλευρά, ενάντια στη μεταρρύθμιση τάσσονται τα ξενόφοβα κόμματα της ακροδεξιάς, τα κόμματα της αριστεράς, διάφορα εναλλακτικά κινήματα, τα συνδικάτα των εργαζομένων, οι σύνδεσμοι των ανταρτών, αλλά και σημαίνοντες συνταγματολόγοι, καθώς και ο Μάριο Mόντι, ο πρώην πρωθυπουργός ο οποίος εφάρμοσε την πολιτική λιτότητας που ορίζει η Ε.Ε.. Σύγχυση ωστόσο επικρατεί και στο Δημοκρατικό Κόμμα, στο οποίο ο Ματέο Ρέντσι είναι ο κύριος εκφραστής του ‘’Ναι’’, ενώ ο πρώην Γεν. Γραμματέας του κόμματος Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι αποφάσισε να ψηφίσει ‘’Όχι’’ συντασσόμενος με την αριστερά πλευρά του κόμματος.
Ο Ματέο Ρέντσι έχει χαρακτηρίσει τη μεταρρύθμιση αυτή ως “θεμελιώδη” συνδέοντας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με την πολιτική του σταδιοδρομία. «Αν κερδίσει το ‘’ΌΧΙ’’, θα παραιτηθώ», είπε όταν οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι οι πολίτες τάσσονταν σε μεγάλο βαθμό υπέρ του νέου Συντάγματος. Πίστευε πως έτσι θα ενίσχυε τη θέση του ως πολιτικού, αλλά προκάλεσε το ακριβώς αντίθετο: ένας μεγάλος αριθμός πολιτών θα επωφεληθούν από την κατάσταση για να απορρίψουν την κυβέρνηση. Αυτή τη στιγμή φαίνεται να κερδίζει έδαφος το ‘’Όχι’’. Επομένως, είναι πιθανό στις 5 Δεκεμβρίου ο πρωθυπουργός να κάνει πράξη τα λεγόμενά του, με μια παραίτηση που θα δημιουργήσει συνθήκες αστάθειας τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία μάλιστα, κατά τους επόμενους μήνες θα έρθει αντιμέτωπη και με τις επικίνδυνες γαλλικές εκλογές. Ο κίνδυνος είναι ορατός και τον δημιούργησε ο ίδιος ο Μ. Ρέντσι συνδέοντας το δημοψήφισμα με το πρόσωπό του.
Μετάφραση από τα ιταλικά: Όλγα Λιακάκη