Πριν αρκετά χρόνια χρειάστηκε να φύγω και να πάω στη Κύπρο για να δουλέψω και να ζήσω. Δεν το έκανα από επιλογή, ήταν κάτι σαν αναγκαία και υποχρεωτική μετανάστευση. Το διάστημα εκείνο αποδείχτηκε από τα πιο σημαντικά στη ζωή μου που καθόρισε πολύ και τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα πλέον.

 
Η Λευκωσία είναι μια περίεργη πόλη. Όμορφη, καθαρή, με πάρκα και μεγάλα πεζοδρόμια αλλά οι ζωγραφιστές τούρκικες σημαίες στον Πενταδάκτυλο και τα οδοφράγματα κατά μήκος της οδού Λήδρας σε καθορίζουν. Θες δεν θες τα βλέπεις, και σε ό,τι με αφορά, κάθε φορά που βρισκόμουν δίπλα στα συρματοπλέγματα, τα βαρέλια και τις φωτογραφίες των αγνοουμένων ένιωθα ένα σούβλισμα στην καρδιά. Επίσης τα Φυλακισμένα Μνήματα είναι μια ακόμα ανοιχτή πληγή – δύο φορές προσπάθησα να μπω και τις δύο έκανα επιτόπου στροφή και έφυγα. Και μεταξύ μας δεν νομίζω να μπορέσω ποτέ αφού στην Κύπρο συμβαίνει να βρίσκομαι συχνά τα τελευταία 15 χρόνια και δεν το έχω καταφέρει.

 
Στη Νήσο την περίοδο εκείνη τα πάντα συνέχιζαν να περιστρέφονται γύρω από το σχέδιο Ανάν, όποιον και αν συναντούσες, όπου και αν καθόσουν οι μόνες συζητήσεις που άκουγες αφορούσαν είτε τα υπέρ της επανένωσης είτε τα κατά. Και ακόμη και αν δεν ήθελες, έμπαινες στο θέμα. Η αλήθεια επίσης είναι ότι ήμουν καταρχήν και με μια γενική έννοια, πολύ καχύποπτη με το ειρηνευτικό αυτό σχέδιο, γιατί ο Τάσος -ένας ήταν ο Τάσος- επέμενε ότι κάτι σκοτεινό και επικίνδυνο κρύβονταν από πίσω. Εξάλλου, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν, κάτι παραπάνω θα ήξερε. Και πώς θα μπορούσα άλλωστε να ξεχάσω εκείνο το δάκρυ του όταν εκφωνούσε το μεγάλο ΟΧΙ μπροστά από την πύλη του Προεδρικού Μεγάρου;

 
Στο γραφείο δε, το 90% των συναδέλφων (να ξέρετε ότι οι υπολογισμοί είναι μετριοπαθείς) είχαν ψηφίσει κατά του σχεδίου Ανάν. Στην πλειοψηφία τους ήταν ωραίοι άνθρωποι, καλαμπουρτζήδες, κιμπάρηδες με τους δικούς τους. Μου έλεγαν διάφορες ιστορίες από τα παλιά για τις ακρότητες των Τούρκων. Σε επίπεδο δουλειάς ήταν λίγο δύσκολοι στην συνεργασία αλλά και ποιος δεν είναι με μια ξένη. Υπήρχαν όμως δύο συνάδελφοι οι οποίοι γενικώς δεν μίλαγαν πολύ για το θέμα και όταν σπανίως μίλαγαν (με τους άλλους) πρόβαλλαν κάποιες αντιρρήσεις επί των λεγομένων για τα διάφορα κεφάλαια. Με λεπτομέρειες και ακριβή αποσπάσματα αντέκρουαν τους ισχυρισμούς των υπολοίπων, οι οποίοι αν δεν εγκατέλειπαν τη συζήτηση στη μέση με ένα αποκαρδιωτικό μορφασμό, την έκλειναν με συνοπτικές διαδικασίες του στυλ: «Καλύτερα τα πράγματα να μείνουν ως έχουν, αρκετά πάθαμε μέχρι τώρα» ή «Άσε τι μας λένε επισήμως, τι κρύβεται από πίσω να ψάχνεις». Όταν όμως πλησίαζα αυτούς τους δύο για να μάθω παραπάνω με απέφευγαν διακριτικά με χαμόγελο και ήταν πάντα απόμακροι. Στα θέματα όμως της δουλειάς ήταν άψογοι μαζί μου.

 
Στη γειτονιά πάλι, στο πολύ όμορφο προάστιο της Αγλαντζιάς, η κατάσταση ήταν μάλλον διαφορετική. Με είχε εγκαταστήσει με καταδρομικό τρόπο (στην κυριολεξία) μια καλή Κύπρια φίλη από τα παλιά που γνώριζε αρκετούς εκεί. Η γειτονιά κατακλύζονταν και από λογοτέχνες, δημοσιογράφους, επιστήμονες, καθηγητές Πανεπιστημίου. Ημουν λίγο έξω από τα νερά μου με τόσους επιφανείς ανθρώπους γύρω μου αλλά η αλήθεια είναι ότι με υποδέχτηκαν με πάρα πολύ γλυκό τρόπο, μου μαγείρευαν τις πρώτες μέρες, με καλούσαν στα σπίτια τους, πρόσεχαν τον σκύλο μου τις άπειρες ώρες που έλειπα στη δουλειά – ναι τον είχα πάρει μαζί μου -, μου έμαθαν τα «κόλπα» για το γκάζι και την αγορά της Λευκωσίας, με πήγαν και εκδρομές στον Τρόοδο, στο «περιγιάλι το κρυφό» και αλλού. Από τις δικές τους συζητήσεις συνειδητοποίησα τις διαφορές ανάμεσα σε ΕΟΚΑ Α και ΕΟΚΑ Β, γνώρισα τα γραπτά – ντοκουμέντα του Μακάριου Δρουσιώτη, τον «ψυχογράφο της Κύπρου» Γιάγκο Μικελλίδη και άλλα πολλά. Αυτοί ήταν μάλλον υπέρ του σχεδίου στην πλειοψηφία τους αλλά και πάλι δεν θα έβαζα το χέρι μου στην φωτιά.

 
Σε μια βραδινή βόλτα στα σοκάκια της παλιάς Λευκωσίας με την φίλη μου από τα παλιά, συναντήσαμε τυχαία την απόμακρη συνάδελφο με τον άντρα της. Όπως καταλαβαίνετε τους σύστησα, κάπως γνωρίζονταν – καλά μην νομίζετε, σαν ένα μεγάλο χωριό είναι όλη η Κύπρος – κάπου υπήρχε μια ιδιαίτερη ζεστασιά ανάμεσά τους και η αλήθεια είναι ότι αισθάνθηκα και ένα θερμό βλέμμα από την πλευρά της απόμακρης συναδέλφου, που δεν το είχα ξαναδεί όλο το προηγούμενο διάστημα. Την επόμενη μέρα πάντως, την ώρα του lunch time – το αγγλοσαξονικό σύστημα είναι βαθιά ριζωμένο στην εργασιακή κουλτούρα τους – οι δύο έως τότε απόμακροι συνάδελφοι με προσκάλεσαν, για πρώτη φορά, να φάμε μαζί σε ένα ήσυχο ταβερνάκι, το Στέκι. Και φάγαμε, και με ρώτησαν για το σχέδιο Ανάν, και είπα ότι… «δεν ξέρω πια τι να πιστέψω και τι όχι». Και τότε ήρθε η πρόσκληση για το επόμενο Σάββατο στην Λεμεσό, σε μια συγκέντρωση «αντιφρονούντων» όπου θα παρευρίσκονταν και κάποιος σημαντικός που δεν θυμάμαι τώρα πια το όνομά του. Και είπα: «γιατί όχι; να έρθω βέβαια».

 
Εκείνη την βραδιά στην Λεμεσό την ακολούθησαν και άλλοι έξοδοι στα μπαράκια και τις ταβέρνες της παλιάς Λευκωσίας, πάντα παρέα με πολύ κόσμο και με πολλές συζητήσεις και αναλύσεις για το σχέδιο Ανάν. Κατά τη διάρκεια αυτών των εξόδων έμαθα ότι κάποιοι από αυτούς κατάγονταν από την Κερύνεια και την Αμμόχωστο και ότι τις χαμένες πατρογονικές περιουσίες τους δεν θα τις ξανάπαιρναν βάσει του σχεδίου. Συζητούσαν ανοιχτά για τις ατέλειες και τις ελλείψεις αλλά και τους ενδεχόμενους κινδύνους. Επέμεναν παρόλα αυτά ότι η επανένωση της Νήσου θα τα επίλυε όλα αυτά με το πέρασμα του χρόνου. Έμαθα επίσης ότι κάποιοι δέχονταν και πολλές διώξεις και ζούσαν άγριες καταστάσεις, όπως το να απολύονται από τις δουλειές τους, να τραμπουκίζονται σε εξόδους τους, ακόμη και να ξυλοκοπούνται μερικές φορές, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν αναγκαστεί ήδη να μετοικήσουν ή/και να μεταναστεύσουν. Η αλήθεια είναι ότι μετά τη Λεμεσό, ούτε εγώ αισθανόμουν άνετα να κυκλοφορώ μόνη μου, ειδικά τα βράδια. Υπήρχε με άλλα λόγια μια τοξικότητα στην ατμόσφαιρα της Κύπρου που για πρώτη φορά αισθανόμουν μετά από τόσα ταξίδια εκεί.

 
Ένα βράδυ πάλι είχαν κανονίσει την προβολή ενός ντοκιμαντέρ που αφορούσε την αιματοχυσία και στις δύο πλευρές κατά τη διάρκεια της εισβολής του ΄74. Η προβολή όμως θα γινόταν στην άλλη πλευρά, την κατεχόμενη. Εκεί ομολογώ ότι τα είδα κωλυόμενα. Τόσο η παλιά φίλη μου όσο και οι νέοι ας έκαναν ότι ήθελαν αλλά εγώ είχα ορκιστεί ότι το φυλάκιο της Λήδρας δεν θα το δρασκελίσω όσο δεν επανενώνεται η Νήσος. Και δεν το δρασκέλισα. Αλλά κάτι ξέρει ο λαός που λέει: «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις». Κανά μήνα αργότερα, ο Τουρκοκύπριος της παρέας, ένας πανέμορφος άντρας, δικηγόρος, μας προσκάλεσε στο σπίτι του για την επέτειο του γάμου τους. Με προσκάλεσε στην κατεχόμενη Λευκωσία! Ε ναι, Τουρκοκύπριος ήταν ο άνθρωπος, που ήθελα δηλαδή να είναι το σπίτι του;

 
Όπως καταλαβαίνετε έκανα την ανάγκη φιλοτιμία, αγόρασα και τα κατάλληλα καλούδια για την περίσταση και ένα μεσημέρι Κυριακής ξεκουβάλισα κατά φυλάκιο Λήδρας μεριά και ας είχα και την τσαντίλα του ελέγχου διαβατηρίων. Αν ήθελα δηλαδή να πάω στο Ισραήλ τι θα έκανα, θα έβγαζα καινούργιο; Αμ δε, ας είναι καλά τα casino που είναι διάσπαρτα στην κατεχόμενη πλευρά. Ένα χαρτάκι στο χέρι με σφραγίδα 24ωρης άδειας εισόδου και μπήκαμε. Περιττό να πω για την πολύ όμορφη φιλοξενία, τα νόστιμα φαγητά και την ευγένεια με την οποία με σύστησαν ως «φίλη από την Ελλάδα» στους δικούς τους. Το πιο χαρακτηριστικό όμως ήταν η βόλτα μετά. Η κατεχόμενη Λευκωσία είναι ακόμη πιο «παλιά» και βέβαια πιο γραφική. Και γεμάτη από εποίκους. Που όμως οι Τουρκοκύπριοι δεν τους θέλουν. Δεν «συνομιλούν» μαζί τους. Εκείνη την βραδιά κατάλαβα ότι άλλο πράγμα ο Τουρκοκύπριος που αγαπιέται/μισιέται με τον Ελληνοκύπριο και ανάποδα, και άλλο πράγμα ο έποικος. Ο έποικος από την βαθειά Ανατολία είναι στα μάτια όλων των Κυπρίων ο απόλυτος εισβολέας, ο απόλυτος εχθρός και αυτό δεν ξέρω αν μπορεί να αλλάξει με το οποιοδήποτε σχέδιο.

 
Μετά από λίγο καιρό έφυγα. Απογοητευμένη αλλά κυρίως διαλυμένη ψυχολογικά. Ξαναγύρισα βέβαια λόγω δουλειάς. Σε εκείνη την σύντομη επιστροφή, η Προϊσταμένη του τμήματος ζήτησε να με βγάλει για δείπνο, για πρώτη φορά. Και μου μίλησε από καρδιάς. Χωρίς να τη ρωτήσω, άρχισε στα ξαφνικά να μου εξηγεί γιατί ψήφισε ΟΧΙ, για τις χαμένες πατρίδες στην Κερύνεια, για την προσφυγιά και την εξαθλίωση που έζησε ως παιδί στην ελεύθερη Κύπρο και την εκμετάλλευση από τους συμπατριώτες της, γιατί δεν εμπιστεύεται τους Ελλαδίτες, γιατί αποφάσισαν να μου κάνουν τη ζωή πατίνι όταν έμαθαν ότι κάνω παρέα με «αντιφρονούντες» – αλήθεια πως το είχαν μάθει; Από την άλλη, η «αντιφρονούντας» συνάδελφος μου είπε ότι σκέφτονταν με τον άντρα της να φύγουν για την Νότια Αφρική «γιατί δεν τους σηκώνει το κλίμα και τώρα που έχουν και μωρό παιδί καλύτερα να προσέχουν». Η φίλη μου από τα παλιά μου είπε ότι «η Κύπρος είναι η πουτάνα της Μεσογείου, όλοι έχουν περάσει από δω για να γ@@@@@, μην νομίζεις και οι Ελλαδίτες το έχετε κάνει κάποιες φορές.

 
Μήνες τώρα διαβάζω για τις προσπάθειες των Αναστασιάδη-Ακιτζί για μια κάποια λύση. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δήλωσε πρόσφατα ότι «έχει υπάρξει πρόοδος στο Περιουσιακό, αλλά και σε αριθμό θεμάτων που σχετίζονται με τα κεφάλαια της Διακυβέρνησης, Οικονομίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ παραμένουν σημαντικές διαφορές στα κεφάλαια του Εδαφικού και των Εγγυήσεων». Τα διαβάζω όλα αυτά και σκέφτομαι όλους τους παλιούς φίλους και πρώην συναδέλφους εκεί στη Νήσο. Δεν ξέρω αν οι δύο πολιτικοί άντρες θα τα καταφέρουν, αν θα τους αφήσουν να επιτύχουν. Και η αλήθεια είναι ότι με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη δεν έχω, αυτό που λέμε, στενή ιδεολογική συγγένεια. Ούτε και η φίλη μου, αλλά κάθε φορά μου τονίζει στο τηλέφωνο ότι «ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία» και ότι «το κλίμα είναι καλό, αλλά ξέρεις, Κωνσταντίνα, το Κυπριακό συνδέεται στενά με το Μεσανατολικό, και όσο εκεί…». Έχει δίκιο, όπως επίσης ότι οι δύο ηγέτες έχουν γλυκό λόγο που τον χρειάζονται εκεί κάτω. Χρειάζεται να διαλυθεί αν μη τι άλλο η τοξικότητα που είχε ποτίσει το νησί, που είχε ποτίσει τους κατοίκους του αλλά και τους πρόσκαιρους επισκέπτες του, όπως ήμουν εγώ. Θα είναι και αυτό, ένα κάποιο κέρδος στο τέλος της ημέρας.