«Λοιπόν, Μαριάν, έφτασε αυτή η ώρα που παραμεγαλώσαμε και τα σώματά μας αρχίζουν να καταρρέουν… Νομίζω πως θα σε ακολουθήσω πολύ σύντομα. Θέλω να ξέρεις πως είμαι σε απόσταση αναπνοής πίσω σου – αν απλώσεις το χέρι σου νομίζω ότι μπορείς να αγγίξεις το δικό μου! Να ξέρεις ότι πάντα σε αγαπούσα, για την ομορφιά σου και τη σοφία σου, αλλά δεν χρειάζεται να πω περισσότερα, γιατί τα γνωρίζεις καλά. Τώρα όμως, θέλω απλά να σου ευχηθώ να έχεις ένα πολύ καλό ταξίδι. Αντίο παλιά μου φίλη. Σου στέλνω απέραντη αγάπη. Τα λέμε σύντομα…»
Αυτό ήταν το αποχαιρετιστήριο μήνυμα του Λέοναρντ Κοέν στη πρώην αγαπημένη του, Μαριάν, της το έστειλε μερικές μέρες πριν εκείνη πεθάνει. Η είδηση αυτή με βρίσκει σε μια περίοδο που διαβάζω με μανία το βιβλίο του χειρουργού Ατούλ Γκαουάντε «Εμείς οι θνητοί». Eίμαι μόνο 44 ετών και εύχομαι το μόνο να μην θεωρείται ύβρις. Προς τι λοιπόν η ανάγκη να βουτήξω καλοκαιριάτικα στα όρια της ιατρικής και αυτού που έχει να προσφέρει η επιστήμη αυτή όταν το τέλος πλησιάζει;
Ίσως γιατί δουλεύω με τον δικό μου τρόπο το θέμα του θανάτου -και αυτό που τον ξεπερνά- εδώ και αρκετά χρόνια εμπνεόμενη από τον Δάσκαλό μου αλλά και άλλους μεγάλους Μέντορες και φιλοσοφικά ρεύματα της ανθρωπότητας. Ή γιατί περιστοιχίζομαι από αγαπημένους που έχουν γονιούς που τα σώματά τους αρχίζουν να καταρρέουν ή τους έχασαν πρόσφατα. Ή γιατί μέχρι σήμερα παρά την τόσο μεγάλη πρόσβαση στη γνώση και την επιστήμη, στο άκουσμα της λέξης θάνατος κάποιοι ακόμα “χτυπάνε ξύλο”. Ζούμε τις συνέπειες μιας κοινωνίας που αντιμετωπίζει το τελικό στάδιο του κύκλου της ανθρώπινης ζωής προσπαθώντας να μην το σκέφτεται καθόλου, όπως εύστοχα αναφέρει στο βιβλίο του ο Γκαουάντε.
Αναπόφευκτα θα φτάσει η ώρα που τα σώματά μας θα αρχίσουν να καταρρέουν και πιθανά η ώρα που όσο κι αν προσπαθήσαμε μια ζωή να διατηρήσουμε την ανεξαρτησία μας, μια ασθένεια ή ένα χτύπημα θα μας κάνει να μην μπορούμε να την διατηρήσουμε πια. Τι κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις; Πώς καταλαβαίνουμε πότε θα πρέπει να δώσουμε μάχη και πότε φτάνει η ώρα να παραδοθούμε; Πώς να συμπεριφερθούμε όταν αυτό συμβεί στους γονείς, τη σχέση, το σύζυγο ή το παιδί μας;
Η υποβοηθούμενη διαβίωση, η θεωρία του Μάσλοου για τα ανθρώπινα κίνητρα, δεκάδες περιπτώσεις ασθενών και οι επιλογές που έκαναν ή δεν έκαναν, η προσωπική αίσθηση του καθενός μας για το πόσο πεπερασμένος είναι ο χρόνος που μας μένει σε αυτόν τον πλανήτη, ο Ιβάν Ίλιτς και ο υπηρέτης Γεράσιμος του Τολστόι, η αφοσίωση στο σκοπό που μας υπερβαίνει της Τζοσάια Ρόις, το γηροκομείο – πείραμα με τα δεκάδες καναρίνια, τα σκυλιά και τους γάτους, η παρηγορητική φροντίδα, η διαρκής αναζήτηση πάνω στις προτεραιότητες που τελικά έχουν οι άνθρωποι με σοβαρά νοσήματα – πέραν της επιμήκυνσης της ζωής τους: όλα τα παραπάνω, όπως περιγράφονται μέσα στο βιβλίο, κάνουν το συλλογισμό πάνω στα ευαίσθητα χρόνια της σωματικής κατάρρευσης να γίνεται σιγά σιγά μια πιο καθημερινή, λιγότερο προκατειλημμένη, τολμώ να πω έως και πιο χαρούμενη πρακτική. Αρκεί να καταβάλουμε μια μικρή προσπάθεια προς την κατεύθυνση του να μην φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε το θάνατο. Α, και κάτι ακόμα, πολύ σοβαρό: να ρωτάμε διαρκώς τους ανθρώπους που έρχονται νωρίτερα απέναντί του σε τι συνθήκες επιθυμούν να ζήσουν. Να κάτσουμε μαζί τους και να τους αφιερώσουμε χρόνο προσπαθώντας να καταλάβουμε τι τους ανησυχεί. Να μην παίρνουμε εμείς την απόφαση για εκείνους.
Όσον αφορά τη δική μου εργασία και αναζήτηση, αποφάσισα ότι θα την έχω ολοκληρώσει όταν η είδηση μιας γέννησης μου αφήσει την ίδια γεύση με την είδηση ενός θανάτου. Μέχρι τότε, εκτός από τις κοινωνικές ανισότητες, θα αναζητώ χρόνο να δουλεύω τα όρια, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή μπορεί και να τα καταφέρω να συμφιλιωθώ. Δεν λένε άλλωστε πως αυτή πεθαίνει πάντα τελευταία;