Ας αρχίσουμε μ’ αυτήν την ερώτηση: Γιατί θα πρέπει να δουλέψω για να αποκτήσω μια μη βίαιη ηθική; Κάποιος θα μπορούσε να πει: Κοίτα, δεν έχω χρόνο για πράγματα χωρίς άμεσο αποτέλεσμα. Και κάποιος άλλος θα αντέτεινε πως δε χρειάζεται καμία ανάλυση, επειδή όλοι ξέρουμε πως η βία είναι κακή και πρέπει να την αποφεύγουμε. Ωραία, λέω εγώ, όμως αυτό που βλέπουμε είναι πως η βία αυξάνεται, όπως η Λερναία Ύδρα με τα πολλά κεφάλια της. Κάθε φορά που ο Ηρακλής έκοβε ένα, έβγαιναν δύο στη θέση του. Η Λερναία Ύδρα, κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας, μνησίκακη, έπαιρνε εκδίκηση για το Λιοντάρι της Νεμέας, τον αδερφό της, που είχε σκοτώσει Ηρακλής. Αυτός ο τελευταίος νίκησε το τέρας με τη βοήθεια του ανιψιού του Ιόλαου, που έκαιγε την πληγή έτσι ώστε να μην ξαναφυτρώνουν τα κεφάλια που έκοβε ο Ηρακλής.
Πολλοί πιστεύουν πως ο πολλαπλασιασμός της βίας οφείλεται στην απώλεια των αξιών. Ωστόσο, λίγοι γνωρίζουν τον τρόπο να τις αποκαταστήσουν για να επιτύχουν την ολοκληρωμένη αλλαγή που χρειάζεται για να δοθεί απάντηση στην ανθρώπινη και περιβαλλοντική κρίση. Πρόκειται για ένα εξελικτικό άλμα και όχι για μια μερική μεταρρύθμιση του απάνθρωπου συστήματος.
Γιατί να αντικαταστήσουμε το βίαιο τρόπο δράσης μας με ένα μη βίαιο; Είναι πολύ απλό: η βία, που με τη σειρά της προκαλεί οδύνη, εμποδίζει την ευτυχία. Αυτή η τελευταία δεν είναι συμβατή με την επιτυχία κάποιων λίγων σε ένα αρρωστημένο κόσμο. Η ευτυχία δεν αυξάνεται εν μέσω της γενικής δυστυχίας. Οι άγριες δαγκωματιές της Λερναίας Ύδρας φτάνουν σήμερα σε ολόκληρη την υδρόγειο.[1] Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια μεγάλη υπαρξιακή παραδοξολογία: Αν όλοι μας αναζητούμε την ευτυχία, γιατί επιλέγουμε τη βία που είναι η άρνησή της; Μας «προστατεύει» άραγε η βία από τον πόνο και την οδύνη; Κάτι που έπρεπε να είναι ένα μέσο στο οποίο προσφεύγουμε μόνο σε κάποια ακραία κατάσταση αυτοάμυνας έγινε καθημερινή συνταγή.
Καταφεύγω στη βία για να ικανοποιήσω τις επιθυμίες μου. Κάνοντας το, ικανοποιούμαι. Αντί να μοιράζομαι μαθαίνω να επιτίθεμαι πρώτος, να ελέγχω τη συμπεριφορά του άλλου και να εξολοθρεύω τον εχθρό μου για να μην επιτεθεί ξανά. Μέσα σε ένα σύστημα που έχει εγκαταστήσει τη δικτατορία του χρήματος, θα μάθω να εκμεταλλεύομαι τον άλλο πριν ο άλλος με εκμεταλλευτεί. Και θα μαζέψω πολλά λεφτά, για να μη μείνω εκτεθειμένος στη φτώχια, την αρρώστια και τη μοναξιά.
Όπως και να ‘χει, το μόνο σίγουρο είναι πως ζω σε κατάσταση τρόμου. Φοβάμαι να χάσω αυτό που ήδη έχω ή να μην αποκτήσω αυτό που τόσο θέλω. Είναι ένας φαύλος κύκλος: κάτι μου λείπει, θέλω να το αποκτήσω, ασκώ ανοιχτή ή συγκαλυμμένη, ωμή ή υπόγεια βία, για να το αποκτήσω και να το διατηρήσω, φοβάμαι μην το ξαναχάσω και ασκώ ξανά βία, η προσκόλλησή μου είναι όλο και μεγαλύτερη, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο το φόβο να χάσω αυτό που τόσο θέλω κ.ο.κ. Προφανώς, δεν είναι αυτή μια κατάσταση ελευθερίας, εμπιστοσύνης, ισότητας, σεβασμού, εκτίμησης, αδελφοσύνης και, εν τέλει, πραγματικής προσωπικής και κοινωνικής ευτυχίας. [2]
Μπορούμε να πούμε πως η βάση των εθισμών είναι δομική. Δε μας ικανοποιεί το κενό. Βιαζόμαστε να φανταστούμε μια καινούρια απόλαυση που θα αντισταθμίζει αυτό που μας λείπει (ή νομίζουμε ότι μας λείπει). Δε λέμε ότι πρέπει να καταπιέσουμε τη χαρά της ζωής και του μοιράσματος. Αλλά να το κάνουμε χωρίς εθισμούς, χωρίς τύψεις ή καταναγκαστικές, βίαιες και κεντρομόλες αναζητήσεις. Σύμφωνα με την αρχή: «Αν κυνηγάς την ικανοποίηση αλυσοδένεσαι στην οδύνη, αλλά εφόσον δε βλάπτεις την υγεία σου (ή άλλους) απόλαυσε χωρίς αναστολές όταν παρουσιάζεται η ευκαιρία».[3]
Φαίνεται, λοιπόν, πως δεν μπορούμε να δώσουμε ένα νόημα στη ζωή που να αυξάνει την ευτυχία ακολουθώντας το δρόμο της αέναης αναζήτησης της ευχαρίστησης. Η ηθική, εν προκειμένω, έχει να κάνει με στοχασμούς και εμπειρίες που επιτρέπουν την εδραίωση μιας δράσης με συνοχή, συνεχόμενης, απελευθερωτικής και εξελικτικής. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει μια συσσώρευση δράσεων που ενισχύουν μια ίδια κατεύθυνση. Το να υιοθετήσω τη μη βίαιη δράση ως άξονα μιας ηθικής στάσης απελευθέρωσης και ευτυχίας δεν είναι κάτι απλό. Είτε το θέλω είτε όχι αποτελώ μέρος ενός ανθρώπινου δικτύου το οποίο οι πράξεις μου επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά. Και όχι μόνο, επιστρέφουν και σε μένα τον ίδιο, αφήνοντας μια εσωτερική εγγραφή ειρήνης ή βίας, ενότητας η αντίφασης. [4]
Για ποια ηθική μπορεί να μιλά κάποιος που ονειρεύεται συνεχώς την προσωπική του επιτυχία σα μοντέλο ευτυχίας; Για ποια ηθική ενδιαφέρεται εκείνος που είναι ταυτόχρονα εκδικητικός και συνένοχος ενός συστήματος στο οποίο ανταγωνίζεται μέσω της βίας για να επιτύχει; Ενός συστήματος βασισμένου στη διάκριση που χωρίζει τους ανθρώπους σε «κερδισμένους» και «χαμένους». Ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι βία, γεννά μνησικακία και αυτή με τη σειρά της εκδίκηση. Είναι ένας φαύλος κύκλος, μια εμμονική και διασπαστική σπείρα. Αυτό που βλέπουμε στον κόσμο δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Αυτοί οι κτηνώδεις πόλεμοι, αυτή η τρομοκρατία, αυτή η περιβαλλοντική καταστροφή, αυτές οι ξενοφοβικές και ομοφοβικές δολοφονίες, αυτοί οι μετανάστες που πεθαίνουν σε θάλασσες και παραλίες αναζητώντας καταφύγιο, αυτή η πολιτική διαφθορά που σαν επιδημία καταστρέφει τις χώρες, αυτή η εγκληματικότητα και αυτό το εμπόριο ναρκωτικών είναι οι συνέπειες μιας νοοτροπίας που δεν έχει απορρίψει τη βία ως μέσο ατομικής και κοινωνικής επικράτησης.
Πώς μπορούμε να εισάγουμε την ηθική της μη βίας σε έναν τέτοιο κόσμο, τόσο πληγωμένο, τόσο σκληρό, τόσο αδιάφορο, τόσο ντοπαρισμένο, τόσο ιδεοληπτικό και τόσο υπνωτισμένο; Πώς να τη διαδώσουμε σε ένα σύστημα που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να σημειώσει μια «επιτυχία», που τη φαντασιώνεται ως ευτυχία; Μέσα σ’ αυτόν τον αντικατοπτρισμό πώς να επιλέξουμε το δρόμο της έγκυρης δράσης που διαλύει την οδύνη; Πώς να αλλάξουμε τοπία, βλέμματα και πιστεύω; Πώς η δράση μου μπορεί να γεννήσει ελευθερία, διαύγεια και νόημα;
Αυτό είναι το ενδιαφέρον και το υπερθετικό της ηθικής! Ότι είναι μια επιλεγμένη εμπειρία μετατροπής. Είναι μια πράξη ελεύθερη και αποφασισμένη που αποκαλύπτει έναν αληθινό δρόμο ευτυχίας. Είναι μια έννοια βαθιά, ικανή να δώσει νόημα στη ζωή πέρα από το φαινομενικό της τέλος. Αυτή η ανάβαση έχει προϋποθέσεις. Είτε αναπαράγουμε το σύστημα και το πρόγραμμά του που από πολύ νωρίς έχει εσωτερικευτεί στο τοπίο διαμόρφωσής μας [5]̇ είτε ακολουθούμε το δρόμο της εσωτερικής αλήθειας, της αυτογνωσίας, του υπαρξιακού στοχασμού, της μετατρεπτικής πρόθεσης, της έγκυρης δράσης και της ενεργής μη βίας. Αυτή είναι η πρώτη προϋπόθεση. Να επιλέξουμε χωρίς πισωγυρίσματα αυτό που μας ενώνει. Να πούμε οριστικά: όχι στη βία που διαιρεί και χωρίζει τους ανθρώπους!
Δεσμευόμαστε να ακολουθήσουμε αυτόν τον καινούριο δρόμο και να επιστρέφουμε σ’ αυτόν όποτε είναι απαραίτητο. Προσπαθούμε να ευθυγραμμίσουμε το συναίσθημα, τη σκέψη και την πράξη μας έχοντας ως σημείο αναφοράς την έγκυρη δράση και την αντίστοιχη εγγραφή της εσωτερικής ενότητας, αυτή που αφήνει μια γλυκιά ηρεμία, ξεπερνά την οδύνη και αυξάνει την ευτυχία. [6] Πριν ενεργήσουμε είναι καλό να συλλογιστούμε, να διαλογιστούμε βάσει του ηθικού νοήματος. Αλλά, ασφαλώς, αυτή η απόφαση λαμβάνεται εντός συγκεκριμένων εσωτερικών καταστάσεων που την καθορίζουν. [7] Μεθυσμένοι από τη φιλοδοξία, το μίσος, την εκδίκηση ή τη μνησικακία είναι δύσκολο να επιλέξουμε τη μη βία. Αυτή η ηθική προϋποθέτει μια συνειδησιακή κατάσταση ήρεμη, πιο ελεύθερη, συνειδητή και ανυψωμένη. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Είναι μια επιλογή που μπορούμε να την κάνουμε και στη συνέχεια να εργαστούμε πάνω σ’ αυτή. Υπάρχουν πρακτικές [8] που μας επιτρέπουν να ξεπεράσουμε την εσωτερική βία και να αποκτήσουμε πρόσβαση σε πιο σοφές και εμπνευσμένες συνειδησιακές καταστάσεις. [9]
Αλλά κανείς δε φτάνει στην κορυφή ενός βουνού αν δεν το θέλει πραγματικά. Τη μη βία πρέπει να την αγαπώ με όλο μου το είναι. Ορίζω την κατεύθυνση με μια δυνατή και ξεκάθαρη εικόνα, που αντλώ από το καλύτερο κομμάτι μου. Αυτή η εμπειρία και η επανάληψή της είναι ουσιώδης, ειδικά σε ένα σύστημα που μας εποικίζει το μυαλό επαναλαμβάνοντάς μας πως, αν δεν είμαστε λαμόγια, όχι μόνο δε θα νικήσουμε, αλλά θα μας καταβροχθίσουν τα άλλα λαμόγια.
Η διαδικασία αυτής της ανάβασης (με συνοχή) είναι πολύ σημαντική επειδή σπάει την αντίληψη του χρόνου ως αμεσότητα και εφημερότητα. Για τη μεταμοντέρνα επιτάχυνση μοιάζει πως τίποτα δεν υπάρχει πέρα από τη στιγμή. Σαν το ένα πράγμα να μη συνδέεται με το άλλο. Αν αντιδρούμε καιροσκοπικά, ποιος μίτος θα μας οδηγήσει προς το θάνατο που είναι το μοναδικό που δεν μπορούμε να αποφύγουμε; Ούτε το χρήμα, ούτε οι φίλοι, ούτε η εξουσία, ούτε το ζευγάρι, ούτε τίποτα δε με σώζει από το θάνατο. Θα βρεθούμε αντιμέτωποι μ’ αυτό που τόσο φοβόμαστε: τη φτώχια (δεν παίρνουμε τίποτα μαζί μας), την αρρώστια (από κάτι πρέπει να πεθάνουμε) και τη μοναξιά (αφήνουμε για πάντα τα αγαπημένα μας πρόσωπα, αν και δεν το θέλουμε).
Τι κάνουμε, όμως, απέναντι σ’ αυτό το αναπόφευκτο γεγονός; Αντί να το σκεφτόμαστε προτιμάμε να το αποφεύγουμε. Είναι ο θάνατος μια γκιλοτίνα που διακόπτει κάθε μέλλον; Το δρεπάνι του θερίζει κάθε ελπίδα; Αν αυτό πιστεύουμε, το εγώ τρομάζει και δραπετεύει. Και πού πηγαίνει το εγώ για να ξεφύγει; Κάποιοι καταναλώνουν απελπισμένα. Άλλοι προσκολλούνται σε συντρόφους, παιδιά ή φίλους. Άλλοι εθίζονται στην εργασία, το χρήμα, το σεξ, ένα άθλημα ή όλ’ αυτά μαζί. Το εγώ στρέφεται προς τα έξω για να ξεφύγει από το φόβο του θανάτου. Δεν είναι κακό να προσπαθούμε να ανακουφίσουμε την οδύνη και να δημιουργήσουμε ευτυχία και ελευθερία σ’ αυτές τις σχέσεις. Αυτό που είναι κακό είναι πως τις κάνουμε σκλαβώνοντας, κτητικά, ή από φόβο, καταναγκασμό και φυγή. Το να επιλύσουμε μια ανάγκη μας είναι ένα πράγμα -τελείως διαφορετικό είναι το να ικανοποιούμε και να κυνηγάμε ασταμάτητα μια κτητική επιθυμία.
Τι νόημα μπορεί να έχει μια μη βίαιη ηθική αν είμαστε πεπεισμένοι ότι όλα θα τελειώσουν στο τίποτα; Γιατί να προσπαθήσουμε για μια προσεκτική και επιλεκτική ζωή; Αν πιστεύω πως όλα τελειώνουν με το θάνατο, τι σημασία έχει αν επιλέξω μια ηθική ή καμιά ηθική, αφού η τελική πράξη, το πέσιμο της αυλαίας αδειάζει από νόημα κάθε προσπάθειά μου. Καλύτερα να δραπετεύσω με κάποιο ναρκωτικό που θα με κάνει να ξεχάσω αυτό το τέλος των πάντων, αυτό που τόσο φοβάμαι.
Η ηθική πρέπει να έχει ένα θεμέλιο που να νικά το μηδενισμό, αυτήν την πίστη στο τίποτα. Και ακόμη, πρέπει να είναι πολύ βαθιά για να μπορέσει να γίνει συγκεκριμένη δράση. Αυτό που πιστεύω σε σχέση με το θάνατο είναι το θεμέλιο. Είναι αυτό που καθορίζει αν θα έχω τη μια ή την άλλη συμπεριφορά. Γι’ αυτό είναι καλό να αναρωτηθώ: Τι πιστεύω για το θάνατο; Τελειώνουν όλα; Αρχίζουν όλα; Υπάρχει ένα παραπέρα; Πώς το φαντάζομαι; Ποιες εμπειρίες με κάνουν να νιώθω πως δεν τελειώνουν όλα με το θάνατο και ότι η ποιότητα της δράσης μου μπορεί να με οδηγήσει παραπέρα; Πώς μπορώ να έχω πρόσβαση σ’ αυτές τις εμπειρίες;
Όταν κάποιος θυμάται τα αγαπημένα του πρόσωπα που έχουν πια φύγει, το μόνο που μένει στη μνήμη είναι η θετική ή αρνητική σημασία των πράξεών τους. Κοιτάζουμε την ιστορία της ανθρωπότητας και συμβαίνει το ίδιο. Μένουν στη μνήμη οι σπουδαίοι άνθρωποι που έκαναν το καλό και οι άλλοι που δημιούργησαν τεράστια βία και οδύνη. Αυτή είναι μια μορφή υπέρβασης: οι πράξεις μου μένουν ως ίχνη για να ακολουθήσουν οι επόμενες γενιές.
Τα άτομα που έχουν πεθάνει κλινικά, αλλά που επανήλθαν στη ζωή μέσω ιατρικής παρέμβασης, λένε πως στο εσωτερικό τους ταξίδι συναντήθηκαν με ένα φως που μιλάει μαζί τους, που μοιάζει να τους καταλαβαίνει απόλυτα και να τους γεμίζει ελπίδα. [10] Σ’ αυτήν την κατάσταση μπόρεσαν να δουν και να καταλάβουν το νόημα της ζωής τους. Ένιωσαν τόσο μαγεμένοι που δεν ήθελαν να επιστρέψουν στο σώμα τους. Τελικά, όσο κι αν ήθελαν να μείνουν, επέστρεψαν. Τι λοιπόν τους συνέβη; Στη συνέχεια άλλαξαν τη στάση τους απέναντι στη ζωή, τον εαυτό τους και τους άλλους. Αυτή η εμπειρία έδρασε σ’ αυτούς ως μια βαθιά αποκάλυψη, από εκείνες που ξυπνούν τη βεβαιότητα και αλλάζουν σε κάποιον την οπτική του για τον κόσμο.
Ας θυμηθούμε το θάνατο του Σωκράτη. Ο Πλάτωνας γράφει στους Διαλόγους του ότι ο Σωκράτης πίνει το κώνειο σύμφωνα με την καταδίκη του από την ελληνική δικαιοσύνη. Λίγες ώρες πριν δέχεται την επίσκεψη των φίλων του. Αυτοί τον βρίσκουν ευχαριστημένο όπως πάντα, σα να μην επρόκειτο να πεθάνει σε λίγες ώρες. Ένας από αυτούς του λέει: Σωκράτη, πώς είναι δυνατό, ενώ πρόκειται να πεθάνεις, να είσαι τόσο ήρεμος και ευχαριστημένος; Και ο Σωκράτης λέει στους φίλους του τους λόγους που εξηγούν αυτή τη χαρά πριν το θάνατό του. Στο διάλογο αυτό ο Σωκράτης δίνει μια ιδέα που εμφανίζεται σαν τη δυνατότητα του αιώνιου. Βεβαιώνει ότι το θάνατο μπορούμε να τον φανταστούμε σα μια υπέροχη μοίρα και πως η εξάσκηση των αρετών όχι μόνο αποτρέπει την οδυνηρή εξάρτηση από τα βίαια πάθη, αλλά ανοίγει και τη δυνατότητα η καλή ζωή του εδώ να αξίζει μια καλεί ζωή στο παραπέρα.
Οι μεγάλοι πνευματικοί μεταρρυθμιστές της ανθρωπότητας μεταφράζουν τις εμπειρίες τους με το βαθύ, με διαφορετικές αποκαλύψεις και διηγήσεις, αλλά το κοινό τους σημείο είναι η διαίσθηση πως η ζωή δεν τελειώνει με τον παραλογισμό του θανάτου. Ας συλλογιστούμε «πώς είναι δυνατόν η αθανασία να έχει δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της θνητότητας» άκουσα να λέει κάποια στιγμή ο Σίλο, ο δάσκαλος των καιρών μας. Όλα αυτά μας κάνουν να θυμηθούμε, επίσης, εκείνες τις προσωπικές μας εμπειρίες στις οποίες νιώσαμε μια βαθιά ένωση με όλα όσα υπάρχουν. Καθένας μας έχει τις δικές του εμπειρίες με το βαθύ και το άφατο. Ο Άλντους Χάξλεϋ στην Αιώνια Φιλοσοφία λέει ότι οι πνευματικές αποκαλύψεις των διάφορων πολιτισμών δείχνουν μια κοινή ρίζα, όπου η δύναμη, η καλοσύνη και η σοφία συναντιούνται στην κατοικία της υπέρβασης.
Για να καθοδηγεί η ηθική τη ζωή μου καθημερινά, πρέπει να συνδεθώ με ένα ανώτερο νόημα, σύμφυτο με τη ζωή, που αποκαλύπτεται μέσα μου και που δεν καταλήγει στο τίποτα. Υπό αυτή την έννοια, μπορώ να πω κάτι τόσο ριζοσπαστικό: «Αν δε διαισθανθώ την αθανασία των πράξεών μου, πώς θα ενσωματώσω οριστικά μια μη βίαιη ηθική; Και με τι δύναμη θα κατασκευάσω μια διαδικασία συνοχής και εξέλιξης;» Αν η ανθρώπινη δράση δε δίνει ένα νόημα που να με κάνει ευτυχισμένο και στους δύο κόσμους, τον κόσμο του εδώ και τον κόσμο του εκεί, η αξία της θα είναι μόνο σχετική, προσωρινή, ψευδαισθητική, παραιτημένη, το πολύ-πολύ στωική.
Τελικά: μια ηθική που νικά την εσωτερική και την εξωτερική βία, χρειάζεται ένα βαθύ θεμέλιο. Δεν είναι μια φανατισμένη ή αφελής πνευματικότητα. Είναι μια εμπειρία που τροφοδοτείται από την εσωτερική βεβαιότητα. Ο νους και η καρδιά ανοίγονται στην αποκάλυψη καινούριων νοημάτων: «Διαφορετική είναι η στάση απέναντι στη ζωή όταν η εσωτερική αποκάλυψη χτυπά σαν κεραυνός», μας λέει ο Σίλο.[11] Πίνω από αυτή την αστείρευτη πηγή έμπνευσης με στόχο να ζήσω ενωτικά, όντας ευτυχισμένος, κάνοντας ευτυχισμένους τους άλλους και προετοιμάζοντας τη δυνατότητά μου για το παραπέρα. Κανείς δεν μπορεί να το κάνει μόνος του. Το καλό που παραλείπω να κάνω θα είναι πάντα μια χαμένη ευκαιρία. Αν το κάνω εκπληρώνω την αποστολή μου να εξανθρωπίσω τη γη, δίνοντας στη ζωή μου ένα νόημα που ούτε ο θάνατος θα μπορέσει να σταματήσει.
[1] Παραπέμπω στο άρθρο μου Το σύστημα της βίας και της μη βίας, που έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο Tiempos de cambio, nuevos caminos (Editorial Ténetor, Centro de estudios Humanistas Nueva Civilización, Huancayo, Perú, 2016.)
[2] Μεγαλύτερη ανάλυση της ίδιας ιδέας, SILO: Η θεραπεία της οδύνης, Άπαντα, πρώτος τόμος, Silo.net.
[3] SILO: Το εσωτερικό βλέμμα, Κεφ. XIII, Οι αρχές. Άπαντα, πρώτος τόμος, Silo.net
[4] SILO: Το εσωτερικό τοπίο, Κεφ. IX, Αντίφαση και ενότητα. Άπαντα, πρώτος τόμος, Silo.net
[5] Όταν μιλάμε για το τοπίο διαμόρφωσης αναφερόμαστε στα γεγονότα που ένας άνθρωπος έχει ζήσει από τη στιγμή της γέννησής του και σε σχέση με το περιβάλλον του. Το τοπίο διαμόρφωσης δρα ως «φόντο» ερμηνείας και δράσης, σα μια ευαισθησία και σαν ένα σύνολο πεποιθήσεων και αξιολογήσεων με τις οποίες ζει ένα άτομο ή μια γενιά (SILO: Λεξικό του Νέου Ανθρωπισμού, Άπαντα, δεύτερος τόμος, Silo.net)
[6] SILO: Το θέμα της έγκυρης δράσης αναλύεται στα βιβλία του Γράμματα στους Φίλους μου και Ο Σίλο μιλά
[7] SILO: Σημειώσεις ψυχολογίας Άπαντα, πρώτος τόμος, Silo.net
[8] AMANN, Luis: Αυτοαπελευθέρωση.
[9] Για μεγαλύτερη κατανόηση των συνειδησιακών καταστάσεων μπορείτε να διαβάσετε το Νόημα του μη νοήματος και το Κοίταγμα του νοήματος του Dario Ergas.
[10] Το βιβλίο Ζωή μετά τη ζωή (1975) του ψυχιάτρου Raymond Moody παρουσιάζει 150 μαρτυρίες σχετικά με το τι αισθάνεται κάποιος όταν πεθαίνει.
(https://es.wikipedia.org/wiki/Vida_despu%C3%A9s_de_la_vida)
[11] SILO: Το εσωτερικό βλέμμα, κεφ. XIII. Άπαντα, πρώτος τόμος, Silo.net