Οι αποκαλύψεις που ακολουθούν τα επιβαρυντικά πορίσματα της έκθεσης Chilcot είναι πλέον καταιγιστικές. Κάθε μέρα σχεδόν αποκαλύπτεται και μια νέα, κρυφή πτυχή που ενορχηστρώθηκε από τις τότε κυβερνήσεις και μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου προκειμένου να διεξάγουν έναν παράνομο και ανήθικο πόλεμο εναντίον του Ιράκ. Σύμφωνα με τους συνεργάτες της Pressenza η ιστορία αυτή, εκτός από πολλά ψέματα και κατασκοπεία, συμπεριλαμβάνει και τη χειραγώγηση μεγάλων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Η δημοσιογράφος Yvonne Ridley γράφει ότι αν και η έκθεση του Sir John Chilcot για τον πόλεμο στο Ιράκ περιέχει 2,6 εκατομμύρια λέξεις και πήρε επτά χρόνια για να ολοκληρωθεί, δεν κατάφερε να συμπεριλάβει μια ιστορία ανυπολόγιστης σημασίας για να ολοκληρωθεί ο φάκελος. Είναι η ιστορία δύο ηρωικών αξιωματούχων του Κεντρικού Κυβερνητικού Γραφείου Επικοινωνίας (GCHQ) που θυσίασαν τη σταδιοδρομία και τις φιλοδοξίες τους προκειμένου να σταματήσουν την πιο ισχυρή χώρα στον κόσμο από το να εισβάλει στο Ιράκ και να εμποδίσουν τη σφαγή τόσων αθώων.
Η δημοσιογράφος διηγείται πως στα τέλη του 2002, και έχοντας επιστρέψει από μια αποστολή για ρεπορτάζ στο Ιράκ όπου είχε πειστεί ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν δεν διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής, δέχτηκε την επίσκεψη μιας γυναίκας πληροφοριοδότη που της έδωσε το κωδικό όνομα “Isobel”. Η πληροφοριοδότης της παρέδωσε ένα υψίστης ασφαλείας απόρρητο έγγραφο, το οποίο αποδείχθηκε ότι ήταν η μεγαλύτερη διαρροή κατασκοπείας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
Όλες οι πληροφορίες περιέχονταν σε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας της Αμερικής (NSA) προς το GCHQ της Βρετανίας. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, οι ΗΠΑ ήταν διατεθειμένες να χρησιμοποιήσουν εκβιασμό εις βάρος ατόμων που συμμετείχαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να κερδίσουν την ψήφο τους για εισβολή στο Ιράκ. Επίσης οι μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας «διατάσσονταν» να ψάξουν να βρουν ανυπόληπτες ιστορίες των μελών του Συμβουλίου από το παρελθόν τους, τις οποίες θα μπορούσαν στη συνέχεια να χρησιμοποιήσουν εκβιαστικά ώστε να εξασφαλίσουν την ψήφο τους για τον πόλεμο. Συνεχίζει δε, ενημερώνοντας μας για το πώς και άλλα, μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου από διάφορες χώρες (Μεξικό, Χιλή, Πακιστάν, Γουινέα, Αγκόλα, Καμερούν και Βουλγαρία) είχαν μπει επίσης στο στόχαστρο διερεύνησης των μυστικών υπηρεσιών.
Η δημοσιογράφος Yvonne Ridley περιγράφει εκτενώς στη συνέχεια τις άοκνες προσπάθειες της να δημοσιοποιήσει την πληροφορία σε μερικές από τις μεγαλύτερες εφημερίδες του Ηνωμένου Βασιλείου (Daily Mirror, Observer) και πως: «Τα βρετανικά και αμερικανικά μέσα ενημέρωσης χειραγωγούνταν από ανθρώπους, μέσα στις αίθουσες σύνταξης, που ήταν υπό την επιρροή των επιτελείων Μπους και ο Μπλερ, μια χειραγώγηση παρόμοια που μπορούμε να δούμε και σήμερα με τις επιθέσεις εναντίον του ειρηνιστή ηγέτη του Εργατικού Κόμματος, του Jeremy Corbyn. Τα φιλοπόλεμα λόμπι φαίνεται να μολύνουν όλα τα κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένων των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των Κυβερνήσεων». Ενώ περιγράφει με γλαφυρό τρόπο πως οι δύο πληροφοριοδότες-αξιωματούχοι του GCHQ, “Isobel” και “Gun” συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της προδοσίας και πως η ίδια και άλλοι δημοσιογράφοι που προσπαθούσαν να αποκαλύψουν πραγματικά στοιχεία γίνονταν αντικείμενο χλευασμού και απαξίωσης.
Όλο το άρθρο του συνεργάτη μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.