Η δουλειά καταναλώνει ήδη μεγάλο μέρος της ζωής μας, αλλά υπάρχει πιθανότητα τα πράγματα να είναι ακόμη χειρότερα για την επόμενη γενιά. Η ηλικία συνταξιοδότησης στο Ηνωμένο Βασίλειο θα αυξηθεί στα 66 χρόνια το 2020, και όπως προβλέπουν κάποιοι ειδικοί αξιολογώντας αυτή την αλλαγή, οι άτυχοι αυτοί νέοι που μπαίνουν τώρα στον εργασιακό κόσμο ίσως χρειαστεί να περιμένουν μέχρι τα 70 τους χρόνια για να συνταξιοδοτηθούν.

Αναπόφευκτη συνέπεια της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, λένε. Αλλά, αναμφισβήτητα, ένα από τα αποτελέσματα της προόδου θα έπρεπε να είναι περισσότερα χρόνια υγείας και ηρεμίας, και όχι λιγότερα.

Το πράγμα γίνεται ακόμα χειρότερο: σύμφωνα με το συνταξιοδοτικό ταμείο Royal London, οι σημερινοί μισθωτοί που έχουν ξεκινήσει να αποταμιεύουν χρήματα για τη σύνταξή τους από την «αδιανόητη» ηλικία των 22 ετών θα πρέπει να δουλεύουν μέχρι τα 77, αν θέλουν να έχουν την ίδια ποιότητα ζωής που είχαν οι γονείς τους μετά τη συνταξιοδότησή τους. Σε κάποια μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου, η μαγική αυτή ηλικία θα μπορούσε να φτάσει τα 81 χρόνια. Εξήντα χρόνια αδιάκοπης εργασίας, στην υπηρεσία των άλλων, περιορισμένης και προγραμματισμένης προσωπικής ελευθερίας. Φαντάσου να φτάνεις 61 ετών και να συνειδητοποιείς πως σου μένουν ακόμα είκοσι χρόνια δουλειάς.

Θα έπρεπε να επιδιώκουμε μια ζωή πιο ισορροπημένη: μια περίοδο συνεισφοράς στο έθνος και μετά δεκαετίες τουρισμού ανά τον κόσμο, για να φροντίσουμε τα εγγόνια μας, να παρακολουθήσουμε ολόκληρες σαιζόν τηλεοπτικών σειρών και να περάσουμε ποιοτικό χρόνο με τους συντρόφους μας. Αντικατέστησε αυτές τις εικόνες με εβδομηντάρηδες καθηλωμένους πίσω από ένα γραφείο, ή να κάνουν χειρουργικές επεμβάσεις ή να τοποθετούν ράφια και πες μου πως δε σε πιάνει σύγκρυο. Θα θέλουν άραγε οι επιχειρήσεις να έχουν υπαλλήλους τόσο μεγάλης ηλικίας;

Σε κάθε περίπτωση, δουλεύουμε ήδη υπερβολικά. Μια έρευνα που δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα η συνδικαλιστική ομοσπονδία TUC δείχνει ότι πέρυσι οι βρετανοί εργαζόμενοι δούλεψαν υπερωρίες που δεν τις πληρώθηκαν αξίας 31 δισεκατομμυρίων λιρών (περίπου 41 δισεκατομμύρια ευρώ). Πέντε εκατομμύρια άνθρωποι δούλεψαν δωρεάν, κατά μέσο όρο 7,7 ώρες εβδομαδιαία. Το να αποζημιωθεί αυτή η απλήρωτη εργασία θα προϋπέθετε, για ένα μέσο μισθό, 6.114 λίρες (7.900 ευρώ) επιπλέον ετησίως στις μισθοδοσίες τους.

Στον ιδιωτικό τομέα, οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να προσφέρουν ακόμα περισσότερες ώρες εργασίας χωρίς αμοιβή: αποτελούν το ένα τέταρτο των εργαζόμενων της χώρας αλλά δουλεύουν το ένα τρίτο των απλήρωτων υπερωριών. Περισσότεροι υπάλληλοι από ποτέ έχουν επιπλέον ημέρες εργασίας, δηλαδή δουλεύουν παραπάνω από 48 ώρες την εβδομάδα: 3,4 εκατομμύρια εργαζόμενοι (εξαιρώντας τους αυτοαπασχολούμενους) βρίσκονται τώρα σ’ αυτή την κατάσταση, 15% περισσότεροι απ’ ό,τι το 2010, μετά από μια μακρά περίοδο μείωσης του ποσοστού αυτού. Από τις 29 ευρωπαϊκές χώρες από τις οποίες έχει στοιχεία η Eurostat, οι βρετανοί εργαζόμενοι έχουν τις πιο μακριές εργάσιμες ημέρες.

Αυτό, απλά, δεν μπορεί να είναι καλό για μας. Δεν αποτελεί έκπληξη πως το 2014/2015 χάθηκαν 9,9 εκατομμύρια μέρες λόγω στρες, κατάθλιψης ή υπερέντασης, αν και υποψιάζομαι πως πολλοί υποφέρουν σιωπηλά. Αναμφίβολα, είναι καιρός να επενδύσουμε καλύτερα το χρόνο μας, να μας επιστραφούν οι κλεμμένες ώρες για να δούμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, να αποκτήσουμε καινούρια ενδιαφέροντα, να διευρύνουμε τους πολιτισμικούς μας ορίζοντες ή απλά να αναπληρώσουμε το χαμένο μας ύπνο, γιατί όχι;

Πρέπει να υποταχθούμε σε ένα καταθλιπτικό μέλλον όπου η δουλειά θα καταβροχθίσει και την τρίτη ηλικία μας; Δε χωρά αμφιβολία πως θα πρέπει να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε ένα κόσμο στον οποίο να δουλεύουμε λιγότερο και όχι περισσότερο. Αυτό ακριβώς μας ζητά να κάνουμε το βιβλίο Επινοώντας το μέλλον, των Nick Srnicek και Alex Williams. Επίκεντρο του οράματός τους αποτελεί μια κοινωνία στην οποία οι ζωές μας δεν περιστρέφονται μόνο γύρω απ’ τη δουλειά. Επισημαίνουν ότι η δουλειά σημαίνει την απώλεια της αυτονομία μας, όπου βρισκόμαστε υπό τον έλεγχο των αφεντικών και των επιχειρήσεων: «το ένα τρίτο της ενήλικης ζωής μας το αναλώνουμε υποταγμένοι σ’ αυτούς». Η εναλλακτική τους πρόταση δεν είναι η τεμπελιά: το διάβασμα και ο αθλητισμός απαιτούν προσπάθεια, «αλλά είναι πράγματα που κάνουμε με ελευθερία». Όταν δουλεύουμε λιγότερο, οι ζωές μας γίνονται δικές μας.

Υπήρχε μια εποχή που θεωρείτο δεδομένο πως η πρόοδος και η λιγότερη δουλειά πήγαιναν χέρι-χέρι. Στις αρχές της Μεγάλης Ύφεσης, ο John Maynard Keynes προέβλεπε ότι στην εποχή μας θα δουλεύαμε μόνο 15 ώρες την εβδομάδα, αλλά ο βρετανός εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης αναλώνει κατά μέσο όρο 28 ώρες επιπλέον. Υποτίθετο ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις θα μείωναν τις ανάγκες σε εργατικά χέρια αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να τροφοδοτούν τη ζήτηση για νέους τύπους εργασίας. Για παράδειγμα, οι Srnicek και Williams επισημαίνουν πως η άφιξη του ηλεκτρονικού υπολογιστή οδήγησε στη δημιουργία 1.500 νέων τύπων εργασίας.

Ο μεταπολεμικός δυτικός κόσμος απόλαυσε το προνόμιο της σχεδόν πλήρους απασχόλησης, μια εποχή που έχει προ πολλού παρέλθει. Όχι μόνο έχουν αυξηθεί τα ποσοστά της ανεργίας αλλά και η εργασία έχει γίνει περισσότερο επισφαλής, με συμβάσεις μηδενικών ωρών[1], ανασφαλή αυτοαπασχόληση και μη επιθυμητή ημιαπασχόληση. Όπως εξηγούν οι Srnicek και Williams, το να έχεις μεγάλους αριθμούς ανθρώπων χωρίς σίγουρη εργασία βοηθά να κρατάς υπό έλεγχο όσους έχουν απασχόληση. Πιστεύουν δε ότι η τάση οδηγεί με σιγουριά σε αύξηση της επισφαλούς εργασίας.

Αυτό δεν είναι κινδυνολογία. Ο αρθρογράφος των Times Philip Collins αναφέρεται σε μια έρευνα που λέει πως η τεχνολογία θα μπορούσε να οδηγήσει στην αυτοματοποίηση του 60% των θέσεων στο λιανικό εμπόριο τα επόμενα είκοσι χρόνια. Δεδομένου ότι η τεχνολογία καταστρέφει περισσότερες δουλειές από αυτές που δημιουργεί, θα μπορούσαν να καταργηθούν 11 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.

Ωστόσο, όλες αυτές οι απειλές μπορεί να γίνουν ευκαιρίες. Εδώ και πολύ καιρό, η αριστερά έχει εγκαταλείψει τη σκέψη για το πώς να χτίσει μια καινούρια κοινωνία. Ξέρουμε σε τι πράγμα είμαστε αντίθετοι, δεν ξέρουμε υπέρ τίνος πράγματος είμαστε. Οι φρίκες της σταλινικής απολυταρχίας στέρησαν την αίγλη από τα μεγάλα οράματα. Μια καινούρια δεξιά πλήρης συμφερόντων συνωμότησε υπέρ του περιορισμού της δύναμης του συνδικαλισμού και άλλων τύπων συλλογικής αλληλεγγύης –ένα μοντέλο παγκοσμιοποίησης που μοιάζει να θέτει αυστηρά όρια σ’ αυτό που μπορεί να κάνει το Κράτος- για να γίνει ακόμα πιο δύσκολη η δυνατότητα να φανταστούμε την κατασκευή ενός είδους ριζικά διαφορετικής κοινωνίας.

Και γι’ αυτό ακριβώς, είναι παρηγορητικό να ακούγονται εναλλακτικές προτάσεις όπως αυτές των Srnicek και Williams. Αντί να βλέπουν την επέλαση των ρομπότ ως υπαρξιακή απειλή, ζητούν την αυτοματοποίηση όλης της κοινωνίας. Θα συνεχιζόταν η δημιουργία πλούτου –με τη διαφορά ότι αυτό θα το έκανε μια στρατιά από μηχανές- και εμείς θα ελευθερωνόμαστε από τη «νύστα της δουλειάς». Επιπλέον πρέπει να μειωθούν δραστικά οι εργάσιμες ώρες.

Για να γίνει αυτό, χρειάζεται μια ριζική αναθεώρηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Θα έπρεπε να εφαρμοστεί το βασικό εισόδημα: να λαμβάνουμε όλοι μια αμοιβή από το Κράτος ως αναγνωρισμένο δικαίωμα. Είναι μια ιδέα που ήδη συζητούν ακόμη και συμβατικοί πολιτικοί: ο εργατικός Jonathan Reynolds, που δεν είναι κορμπινιστής, βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτούς που προσυπογράφουν το βασικό εισόδημα.

Έχουμε δύο επιλογές: είτε μία κοινωνία στην οποία η εργασία να κυριαρχεί τις ζωές μας περισσότερο από ποτέ, ακόμη κι αν είναι πιο επισφαλής από ποτέ, στην οποία κάποιοι δουλεύουν όσο αντέχει το σώμα τους και άλλοι δαινομοποιούνται επειδή δεν μπορούν να δουλέψουν˙ ή μια κοινωνία στην οποία μπορούμε να αναπτύξουμε το δυναμικό μας προς κάθε κατεύθυνση, με περισσότερο χρόνο για αναψυχή, για έρωτα και για τους άλλους. Εγώ ψηφίζω τη δεύτερη.

 

[1] Η σύμβαση μηδενικών ωρών (zerohour contract) είναι ένα είδος σύμβασης μεταξύ του εργοδότη και του υπαλλήλου, στην οποία ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να παρέχει ένα ελάχιστο εργάσιμων ωρών και ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να δέχεται την εργασία που του προσφέρεται.