Τους τελευταίους μήνες δύο πολιτικοί και κοινωνικοί σεισμοί ταρακούνησαν το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες: η εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος τον Σεπτέμβριο και η άνοδος του Μπέρνι Σάντερς ως αντιπάλου της Χίλαρυ Κλίντον στις προκριματικές εκλογές που ξεκίνησαν πριν λίγο καιρό στην Αϊόβα.
Οι δυο ηγέτες και οι υποστηρικτές τους έχουν πολλές ομοιότητες. Ας τις δούμε:
Κατά πρώτον την ηλικία: για πολλούς από τους νεότερους υποστηρικτές τους ο Κόρμπιν και ο Σάντερς είναι ουσιαστικά παππούδες, από τους οποίους τους χωρίζουν ως και δυο γενιές. Βρίσκονται στην πολιτική εδώ και χρόνια, αλλά πάντα ως αουτσάϊντερ, που αντιμετωπίζονται συχνά με κάτι ανάμεσα σε καλοσύνη, ανοχή και ειρωνία, σαν απόδειξη τού πόσο δημοκρατικές είναι οι χώρες που «ανέχονται» στους πολιτικούς τους θεσμούς τέτοιες προσωπικότητες.
Και οι δυο κατάφεραν να ξεσηκώσουν ένα κύμα ενθουσιασμού και ακτιβισμού που κατέλαβε εξ απήνης το κατεστημένο των κομμάτων τους, τινάζοντας στον αέρα όλα τα προγνωστικά. Ο Κόρμπιν, που θεωρούνταν σίγουρος χαμένος στην αρχή της εκστρατείας του για τις προκριματικές των εργατικών, μίλησε σε πολυπληθείς συγκεντρώσεις σε ολόκληρη τη χώρα και έκανε χιλιάδες κόσμου να γραφτούν στο κόμμα, ιδιαίτερα νέους, χαρούμενους και ανακουφισμένους που άκουσαν επιτέλους έναν «αριστερό» λόγο μετά από τόσα χρόνια συνεχών μετατοπίσεων προς τα δεξιά. Οι μεγάλοι του Εργατικού Κόμματος, με επικεφαλής τον Μπλερ, κινητοποιήθηκαν με επιθέσεις και προβλέποντας σενάρια καταστροφής σε περίπτωση που θα νικούσε, αλλά τελικά τον Σεπτέμβριο ο Κόρμπιν κατατρόπωσε όλους τους αντιπάλους του. Πήρε σχεδόν το 60% των ψήφων, αποδεικνύοντας πως η βάση του κόμματος είναι πλέον πολύ πιο προοδευτική από τους εκπροσώπους του στην Βουλή των Κοινοτήτων (ένα δεδομένο που δημιουργεί εντάσεις και ρήγματα στο κόμμα, όπως φάνηκε από την ψήφο 60 περίπου βουλευτών υπέρ των βομβαρδισμών στη Συρία, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των εγγεγραμμένων μελών ήταν αντίθετη).
Τόσο ο Κόρμπιν όσο και ο Σάντερς ευνοούνται από τη διάχυτη δυσαρέσκεια που πηγάζει από τις αυξανόμενες ανισότητες μιας κοινωνίας στην οποία οι πλούσιοι γίνονται όλο και πιο πλούσιοι και οι φτωχοί έχουν όλο και λιγότερες δυνατότητες. Λέξεις όπως «κρατικοποιήσεις» και «σοσιαλισμός», που αποτελούσαν ταμπού μέχρι πριν λίγο καιρό, ξανακούγονται όχι μόνο σε δημόσιες συζητήσεις και συγκεντρώσεις, αλλά, προφανώς, βρίσκουν απήχηση και στις καρδιές τόσων απελπισμένων ανθρώπων.
Και οι αντίπαλοι συχνά παίζουν το παιχνίδι τους με προσβλητικές και αλαζονικές δηλώσεις: όπως οι εσχατολογικές προβλέψεις του Μπλερ σε περίπτωση νίκης του Κόρμπιν έφεραν τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, έτσι και οι κατηγορίες προς τις νέες γυναίκες που τόλμησαν να αρνηθούν τη στήριξή τους σε μια υποψήφια του ίδιου φύλου και η ενοχλημένη και περιφρονητική αντίδραση της Χίλαρυ Κλίντον και του συζύγου της απέναντι στην προκλητική στάση του Μπέρνι Σάντερς ενίσχυσαν την κατηγορία –ένα από τα ισχυρότερα χαρτιά της εκστρατείας του- ότι η Κλίντον εκπροσωπεί στην πραγματικότητα τη Γουόλ Στρητ και δεσμεύεται από τα συμφέροντα και τις χορηγίες της ενώ βρίσκεται μακριά από τον απλό κόσμο. Και έτσι εκδηλώνεται το μεγάλο κύμα του κινήματος Occupy και της καταγγελίας του 1% που πλουτίζει επ’ άπειρον σε βάρος του 99%. Μια επιρροή που ξαναβρίσκουμε σε ένα άλλο «επαναλαμβανόμενο μοτίβο» της εκστρατείας του Σάντερς: την ανάγκη κατασκευής ενός μεγάλου κινήματος βάσης που να τον στηρίζει και την επίγνωση ότι χωρίς τη συμμετοχή του κόσμου δε θα καταφέρει να αλλάξει τίποτα αν εκλεγεί πρόεδρος.
Οι προτάσεις του Σάντερς – ελάχιστο ημερομίσθιο 15 δολάρια, δωρεάν πανεπιστήμια, υγεία για όλους, μάχη ενάντια στην παντοδυναμία της Γουόλ Στρητ, αναμόρφωση του ποινικού συστήματος, δέσμευση στο θέμα της κλιματικής αλλαγής – που χαρακτηρίστηκαν μη ρεαλιστικές και απραγματοποίητες από τη Χίλαρυ Κλίντον, είναι μουσική για τα αυτιά μια μεσαίας τάξης φτωχευμένης, απογοητευμένης, θυμωμένης και απελπισμένης από τις αυξανόμενες ανισότητες και την ανικανότητα τόσων ηγετών, συμπεριλαμβανομένου του Ομπάμα, να κάνουν πραγματικές αλλαγές.
Όπως και στην περίπτωση του Κόρμπιν, τα ΜΜΕ υπογράμμισαν την επικράτηση των νέων ανάμεσα στους υποστηρικτές του –και όντως αυτό είναι το στοιχείο που εντυπωσιάζει περισσότερο- αλλά στην πραγματικότητα ο Σάντερς έχει υποστηρικτές σε όλες τις ηλικίες. Το αδύνατο σημείο του είναι οι μειονότητες, ειδικά οι μαύροι και οι ισπανόφωνοι, αλλά και εκεί αρχίζει να διαφαίνεται ένα γενεαλογικό ρήγμα, με τους παλιούς και αναγνωρισμένους μαύρους ηγέτες που στηρίζουν την Κλίντον και τους νέους που τάσσονται υπέρ του Σάντερς.
Οι ομοιότητες ανάμεσα στον άγγλο και τον αμερικάνο τελειώνουν τη στιγμή που αρχίζουν να μιλούν για εξωτερική πολιτική. Ακόμη και ως αρχηγός του Εργατικού Κόμματος ο Κόρμπιν έμεινε πιστός στη μακρά του ιστορία στράτευσης υπέρ της ειρήνης και κατά των πυρηνικών: ψήφισε ενάντια στους βομβαρδισμούς του Ηνωμένου Βασιλείου στη Συρία και δήλωσε ότι ως πρωθυπουργός δε θα χρησιμοποιούσε ποτε ανήθικα όπλα όπως τα πυρηνικά. Ο Σάντερς αντίθετα στήριξε τη στρατιωτική δράση που ανέλαβε ο Κλίντον στο Κοσσυφοπέδιο το 1999. Το 2001 επέτρεψε να είναι η Μπάρμπαρα Λη η μοναδική βουλευτής που εναντιώθηκε στον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Ψήφισε υπέρ των στρατιωτικών πιστώσεων στους πολέμους του Αφγανιστάν και του Ιράκ και υποστήριξε τον πόλεμο στην τρομοκρατία του Μπους, παρά την κριτική του στάση στον πόλεμο του Ιράκ, και υπερψήφιζε πάντα κάθε απόφαση στήριξης στην κυβέρνηση του Ισραήλ. Σύμφωνα με το γνωστό ηθοποιό και ειρηνιστή – ακτιβιστή Βίγκο Μόρτενσεν, στην εξωτερική πολιτική είναι ένα γεράκι που λίγο διαφέρει από την Κλίντον και τους ρεπουμπλικάνους.
Μια δυσάρεστη νότα, που αμβλύνει την αισιοδοξία και την ελπίδα που γεννά η υποψηφιότητά του. Μέχρι τώρα η σύγκρουση ανάμεσα στο Σάντερς και την Κλίντον επικεντρώθηκε σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, αλλά ένας υποψήφιος για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών αργά ή γρήγορα πρέπει να αντιμετωπίσει και τα τεράστια διεθνή θέματα. Οι φιλοπόλεμες θέσεις της Χίλαρυ Κλίντον είναι γνωστές. Θα δούμε αν ο αντίπαλός της θα μπορέσει να τοποθετηθεί διαφορετικά και σ’ αυτό το μεγάλο θέμα.