Το μεγαλείο του ανθρώπου είναι να αναδημιουργεί πάντα τη ζωή του, να αναδημιουργεί αυτό που του δίνεται, να διαμορφώνει ακριβώς αυτό το οποίο υφίσταται.
Simon Weil, Gravity and Grace
Το φαράγγι ως κλειστό κοίλωμα του εσωτερικού ενός βουνού συμβολίζει «τα ανοίγματα της συνειδητής ζωής από όπου μπορεί κανείς να δει μέσα στο εσωτερικό της ατομικής ψυχής ή της ψυχής του κόσμου».[1] Η Ι. Καρυστιάνη στο τελευταίο της μυθιστόρημα με τίτλο “Το Φαράγγι” (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ), ανοίγει το “τραύμα” της κρίσης που ζούμε, στο ατομικό και στο κοινωνικό «σώμα».
Εφτά αδέλφια διασχίζουν ένα φαράγγι στη μνήμη του νεκρού πατέρα τους. Στη διαδρομή «διαφεύγουν» ο ένας του άλλου. Παραμένουν οικείοι ξένοι κι είναι η διαφορετικότητά τους που κάνει ποίηση τις πλέον εξαίσιες στην τρυφερότητα και τραγικότητα απόπειρες ανταλλαγών, στη διάρκεια της διαδρομής. Σημείο αναφοράς της οδοιπορείας ο αριθμός επτά. Σύμβολο μεταμόρφωσης κι ολοκλήρωσης.[2]
Το κάθε πρόσωπο στον προσωπικό του ρυθμό δομεί βήμα το βήμα την επίγνωση της ατομικότητάς του, του τρόπου του να υπάρχει ως μοναδικό άτομο με την ιδιαιτερότητά του. Θα μπορούσαμε να οραματιστούμε το «σώμα» αυτής της οικογένειας ως την πομπή του ανθρώπινου γένους σε μια μετάβαση σε έναν άλλο τρόπο συνύπαρξης. Μετακινούνται ατενίζοντας τον εαυτό και τον διπλανό τους με μια ευρεία ματιά που αγκαλιάζει την αίσθηση της ύπαρξης, σε αντίθεση με τη στενή εστίαση που βασίζεται σε κρίσεις και προθέσεις.
Εδώ προτείνεται ένας άλλος λόγος επεξεργασίας της κρίσης. Η δυνατότητα να στραφούμε μέσα μας για να συναντήσουμε τον άλλο. Να αναγνωρίσουμε το άγνωστο, το «ξένο» κομμάτι του εαυτού μας. Να το αποδεχτούμε και να συμφιλιωθούμε μαζί του.
Σε μια εποχή που η διαφορετικότητα τίθεται ως αίτημα που προσδιορίζεται κυρίως ως ανεκτικότητα απέναντι σε μειονότητες, η προσέγγιση της Ι.Καρυστιάνη έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί τη θέτει στο κέντρο της ύπαρξης κάθε ανθρώπου. Εκθέτει τον άνθρωπο στη δική του υποκειμενική διαφορετικότητα.
Στον ολοκληρωτισμό υπάρχει ένας τρόμος προς την εσωτερικότητα. Όλα υπακούουν σε ένα καθολικό λόγο. Η διαφορετικότητα επειδή δεν κατανοείται και δεν ελέγχεται, απειλεί. Είναι η ιδιαίτερη επιθυμία του υποκειμένου που διαφεύγει κάθε στεγανού νοητικού κατασκευάσματος. Εδώ είναι και η τομή που επιφέρει με τη γραφή της η Ι.Καρυστιάνη. Η εξιστόρηση της αδελφής «που είχε το θάρρος να συρθεί μέσα στα άρρωστα αίματα και τα σάπια κόκκαλα» της μητέρας τους είναι αποκαλυπτική: «Προς τους τελευταίους μήνες, που οι τρύπες από τις κατακλίσεις [..] ήταν τόσο μεγάλες και άδειες από σάρκα, μου μπήκε η ιδέα πως μπορούσα να μπω και να περπατήσω μέσα στο σώμα της, να βρω όλες τις πληγές και να βάλω πάνω αλοιφές και επιδέσμους. Το είχε υποψιαστεί και δεν με άφηνε, με παρακαλούσε με τα μάτια της, μη Θεώνη, μη, κάνε πέρα.[…] Σύρθηκα σιγά σιγά στο μέσα μονοπάτι του ποδιού της, ένα κρυφό φιδωτό φαραγγάκι. Έφτασα και φώλιασα για κάμποσο στη σκοτεινή σπηλιά των σπλάχνων της. Άκουσα τα γουργουρητά της κοιλιάς της, ένας ορμητικός ξέφρενος χείμαρρος. Άκουσα τους χτύπους της καρδιάς της…».
Η συγγραφέας, τοποθετώντας τους ήρωές της στο εσωτερικό ενός βουνού, τους επιστρέφει στο «είναι» τους και παράλληλα αποκαθιστά το “είναι¨τους στον κόσμο. Ανακαλούν την βιωμένη προσωπική τους διαδρομή. Η ταυτότητα διαμορφώνεται από μοναδικές συνειδητές κι ασυνείδητες επιλογές που προοδευτικά διαφοροποιούν τον άνθρωπο ως μοναδικό. Σε αυτή τη διαφορετικότητα συνίσταται και η ανθρώπινη ελευθερία. Η καταστολή των διαφορών μεταξύ των ανθρώπων συνδέεται με την καταστολή των διαφορών μέσα στον άνθρωπο. Ο φόβος απέναντι στη υποκειμενική διαφορετικότητα, η ανάγκη να την καταστείλουμε μέσα μας εκδραματίζεται στην κοινωνία με στόχευση τις μειονότητες.
Είμαστε ο κάθε ένας το περιβάλλον ενός διαφορετικού κόσμου που συνορεύει με τα περιβάλλοντα των κόσμων των άλλων.
«Δεν του άρεσε να διπλώνω τα ρούχα στα ράφια. Τα ήθελε όρθια στις κρεμάστρες, όρθια μαζί με τα κουστούμια του και τα πουκάμισα του και εναλλάξ, ένα κουστούμι του, ένα φουστάνι μου, μια φούστα μου, κάτι δικό του, κάτι δικό μου, κάτι δικό του, κάτι δικό μου, κολλητά σχεδόν αγκαλιά, σαν κρυφό ραντεβού μέσα στην ησυχία της ντουλάπας».
Με μια δυνατή περιγραφική εικόνα η συγγραφέας δίνει υπόσταση στην υπαρξιακή μοναξιά η οποία «συναρθρώνεται διαλεκτικά με την ορμή του ανθρώπου για επικοινωνία».[3]
Η πομπή των επτά βγαίνοντας από το φαράγγι κατευθύνεται προς το πατρικό σπίτι όπου τους υποδέχεται ο σύντροφος ενός από τους αδελφούς, άλλης εθνικότητας, οικοδεσπότης του σπιτιού, μετά από την τελευταία επιθυμία της μητέρας τους. Η μάνα σχετίζεται με τη γέννηση. Στο τέλος της πορείας έχει επιτευχθεί ο τόκος ενός νέου συλλογικού υπαρξιακού στοχασμού.
Το ψυχικό αποτύπωμα της εσωτερικής μετακίνησης των ηρώων θα αποδοθεί και στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Έχουν αποδεχτεί το βάρος των αναπάντητων ερωτημάτων τους, της τρωτότητας, της θνητότητάς τους. Συμφιλιώνονται με την ιδιαιτερότητα του κάθε ένα, που τον φωτίζει στα μάτια του άλλου ως μοναδικό. Αφήνουν πίσω τους στείρες βεβαιότητες, προϊδεασμούς, προκαταλήψεις, αναγνωρίζοντας ως μόνη αξία τον άνθρωπο. Ανοιχτοί πλέον στην ανακάλυψη ενός νέου τρόπου στοχασμού και ύπαρξης.
——————-
[1] [2] Juan – Eduardo Cirlof, To λεξικό των συμβόλων, Εκδόσεις ΚΟΝΙΔΑΡΗ
[3] Ντολτό Φρανσουάζ, Για τη μοναξιά, Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ