Τα τελευταία χρόνια, η ανεργία ταλαιπωρεί όλο και περισσότερους Έλληνες/-νίδες για όλο και περισσότερο χρόνο. Οι μακροχρόνια άνεργοι όμως αποτελούσαν πάντα μια ξεχωριστή ενότητα στις έρευνες και μελέτες για την εργασία, την απασχόληση και την ανεργία τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σύμφωνα με την Eurostat το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας ορίζεται ως το ποσοστό των ανέργων στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού που παραμένουν άνεργοι 12 ή και περισσότερους μήνες. Ως συνολικός ενεργός πληθυσμός (εργατικό δυναμικό) νοείται ο συνολικός αριθμός του απασχολούμενου και του άνεργου πληθυσμού.
Με βάση τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat η μακροχρόνια ανεργία ως ποσοστό του ενεργού πληθυσμού διακυμάνθηκε την δεκαετία 2005-2014 στην ΕΕ-27 και στην Ελλάδα ως ακολούθως:
Από τον παραπάνω πίνακα φαίνεται ότι μέχρι το 2009 και πριν ενσκήψει η οικονομική κρίση στη χώρα, οι δείκτες της μακροχρόνιας ανεργίας συνέκλιναν ως προς τον μέσο όρο της Ευρώπης, αν και σε ό,τι αφορά το γυναικείο πληθυσμό το χάσμα μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ-27 ήταν εμφανώς μεγαλύτερο. Η εικόνα όμως αυτή ανατρέπεται πλήρως από το 2010 και μετά όπου κατά το έτος 2014, περίπου ένας/μια στους πέντε του γενικού πληθυσμού τελεί σε καθεστώς μακροχρόνιας ανεργίας. Σε απόλυτους αριθμούς λοιπόν*, με έτος αναφοράς το 2014**, στην Ελλάδα, περίπου 914 χιλιάδες άνδρες και 1.257 εκ. γυναίκες του ενεργού πληθυσμού βρίσκονται εκτός εργασίας για πάνω από 12 μήνες.
Η εικόνα όμως γίνεται ακόμη πιο απελπιστική εάν εξετάσουμε τα ποσοστά της μακροχρόνιας ανεργίας εντός του συνόλου των ανέργων στην Ελλάδα αφού πλέον η ανεργία τους εδραιώνεται και είναι μη ευκόλως αναστρέψιμη. Οι μακροχρόνια άνεργοι/ες κατά το έτος αναφοράς 2005 ήταν περίπου ένας στους δύο με σχετικά σταθερό το ποσοστό (ανεξάρτητα των όποιων ετήσιων διακυμάνσεων) έως και το 2011. Όπως μπορούμε να δούμε και στον πίνακα που ακολουθεί, από το 2012 και μετά η εικόνα ανατρέπεται με αποτέλεσμα το 2014 το ποσοστό τους να έχει εκτιναχθεί και περίπου τρεις στους τέσσερις άνεργους/ες στη χώρα να παραμένουν χωρίς δουλειά για πάνω από 12 μήνες:
Να σημειώσουμε εδώ ότι σύμφωνα με το μητρώο εγγεγραμμένων ανέργων του ΟΑΕΔ, το ποσοστό για την ιδιαίτερα ευάλωτη κατηγορία «55 ετών και άνω» με διάρκεια ανεργίας μεγαλύτερη ή ίση των 12 μηνών κυμαίνεται, κατά το Α΄ εξάμηνο του 2014, από 65,44% τον Ιανουάριο έως 68,90% τον Ιούνιο.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση προσαρμόζει αδιάκοπα τον ορισμό της «μακροχρόνιας ανεργίας» ο οποίος από 5 μήνες ανήλθε στους 12 μήνες σε ετήσια βάση. Ουσιαστικά αυτή είναι και η μόνη απάντηση της σε αυτά τα εφιαλτικά ποσοστά της μακροχρόνιας ανεργίας και της ανάπτυξης δίχως εργασία (jobless growth). Και ενώ τη περίοδο αυτή υιοθετήθηκε η Οδηγία για την μακροχρόνια ανεργία το όλο εγχείρημα πέφτει στο κενό δεδομένου ότι η ομάδα αυτή του ευρωπαϊκού πληθυσμού δεν υποστηρίζεται ούτε με 1 ευρώ από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Το ερώτημα που καλείται να απαντήσει επιπλέον η πολιτική ελίτ της Ευρώπης είναι κατά ποιον τρόπο σκοπεύει να αντιμετωπίσει τη στρέβλωση αυτή της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα την ίδια στιγμή που επιμένει σε υφεσιακές πολιτικές όπως αυτές εκφράζονται από τα τρία μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους. Υφεσιακές πολιτικές που αναπόφευκτα οδηγούν σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2% ετησίως περίπου (όπως οι ίδιοι παραδέχονται: προβλέψεις Eurostat, ΤτΕ, Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής). Και όπως έχει γράψει ο γνωστός οικονομολόγος Ηλίας Ιωακείμογλου, “…είναι αδύνατο να υπάρξουν μεγάλες αυξήσεις στην απασχόληση […] ακόμη και εάν ολόκληρη η αύξηση της παραγωγής γινόταν με προσλήψεις, ο αριθμός των απασχολουμένων θα αυξανόταν όσο και το προϊόν, δηλαδή κατά 2%, δηλαδή περίπου 70 χιλιάδες άτομα ετησίως. Θα χρειαζόταν έτσι κάτι παραπάνω από μια δεκαετία για να έχουμε «μόνο» μισό εκατομμύριο ανέργους.”
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ δε, καλείται να απαντήσει στο ερώτημα του Ιωακείμογλου (ανάμεσα σε άλλους μελετητές της αγοράς εργασίας) για πώς η χρόνια υψηλή ανεργία, η διατήρηση των μισθών σε πολύ χαμηλά επίπεδα και η καθήλωση της αγοράς εργασίας σε καθεστώς μόνιμης απορρύθμισης αποτελούν πρόσκαιρα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής ή μιας μεταβατικής περιόδου, και όχι τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης που θα επέλθει κάποια στιγμή στη βάση του νέου καθεστώτος εκμετάλλευσης της εργασίας που χτίζεται σταδιακά με τα μνημόνια.
Με απλά λόγια, αν και πάντοτε η χρόνια ανεργία βρισκόταν στην Ελλάδα σε υψηλότερα επίπεδα από ό,τι στον μέσο όρο της ΕΕ, ήταν παρόλ’ αυτά «διαχειρίσιμη» είτε σε επίπεδο κρατικής μέριμνας με τις εκάστοτε επιδοματικές πολιτικές και τα επιδοτούμενα προγράμματα θέσεων εργασίας, κατάρτισης και επανακατάρτισης είτε λόγω της οικογενειακής αλληλεγγύης που χαρακτηρίζει την Ελληνική κοινωνία, – η οποία διαφοροποιείται αισθητά στο σημείο αυτό από τις αντίστοιχες του δυτικού κόσμου και της ΕΕ, – ως προς το υψηλό δίκτυ προστασίας που πρόσφερε κατά το παρελθόν στα μέλη της.
Τώρα όμως;
———————
* Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (Code: tps00001), κατά το έτος αναφοράς 1η Ιανουαρίου 2014, ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδος ήταν 10.926.807, εκ των οποίων 5.313.239 ήταν άνδρες και 5.613.239 γυναίκες.
** Τα στοιχεία της Eurostat αφορούν το προηγούμενο έτος του αναγραφόμενου στους πίνακες, δηλαδή τα στατιστικά στοιχεία του 2014 αφορούν το έτος 2013, του 2013 αφορούν το έτος 2012, κ.ο.κ