Όπως είπαμε και στο πρώτο μέρος, η σύγκρουση μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών στην Ελλάδα πυροδοτήθηκε με ανοίκειο και κυρίως μη πολιτικό τρόπο, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η θυματοποίηση και ενοχοποίηση του απλού πολίτη και ο κοινωνικός αυτοματισμός. Απόλυτος εχθρός ήταν ο άλλος, ο απλός συνάνθρωπος (πχ ο δημόσιος υπάλληλος ή ο «ανεύθυνος» δανειολήπτης) και όχι η κακοδιαχείριση του από τότε πτωχευμένου τραπεζικού συστήματος, ο προβληματικός, κάκιστα κατανεμημένος και σε πολλές περιπτώσεις διεφθαρμένος, με αδιαφάνεια διοικούμενος δημόσιος τομέας, η δομική έλλειψη κράτους πρόνοιας, η αναχρονιστική και μειωμένη παραγωγική δυνατότητα των σκανδαλωδώς επιδοτούμενων επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων, ο κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας με την τεράστια φοροδιαφυγή του, η πολυνομία, η ανεργία στους νέους και το διαπλεκόμενο συνδικαλιστικό κατεστημένο.

 

Δημοσιογράφοι και αμφιλεγόμενες περσόνες του μνημονιακού μπλογκ στα κοινωνικά δίκτυα ενίσχυαν το ήδη οξυμένο κλίμα με άναρθρες κραυγές περί έλλειψης παιδείας και εργασιακού ήθους του ελληνικού λαού, θυμήθηκαν ότι το ελληνικό έθνος ήταν υπό τουρκική κατοχή την περίοδο του διαφωτισμού, ενέπλεξαν το βυζάντιο και το πώς μας διαμόρφωσε ως ανατολίτες και άρα αντιδυτικούς και αντιευρωπαϊστές, έβγαλαν τα ψυχόμετρα στη φόρα. Εν τέλει, μόνο οι μνημονιακοί ήταν ευρωπαϊστές, δημοκράτες, εργατικοί και κοινωνικά προοδευτικοί και φιλελεύθεροι.

 

Από την άλλη, στο αντιμνημονιακό μπλογκ, ένα ξεπερασμένο και αναχρονιστικό συνδικαλιστικό κίνημα καλούσε σε άλογες απεργιακές κινητοποιήσεις με μικρή συμμετοχή από τη πλευρά των εργαζομένων. Δημοσιογράφοι και διασκεδαστές αναμόχλευσαν ακόμη και αυτό το έπος του ΄40 αποδίδοντας συλλήβδην δοσιλογισμό και εθελοδουλία στους πολιτικούς τους αντιπάλους. Με άλλα λόγια, οι μόνοι πατριώτες ήταν αυτοί, οι αντιμνημονιακοί.

 

Ταυτόχρονα, πολιτικοί, θεσμοί και διαπλοκή συνέχισαν την αγαστή συνεργασία στην εκμετάλλευση κονδυλίων, ανθρώπινου δυναμικού και πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας με τον ίδιο ανεξέλεγκτο και αδιαφανή τρόπο αλλά αυτή τη φορά υπό την επίκληση των (ανύπαρκτων) μεταρρυθμίσεων, των απαιτήσεων των (κακών) δανειστών και πάντα βέβαια για την σωτηρία του έθνους. Ο θεσμός δε της Δικαιοσύνης απουσίαζε, για άλλη μια φορά, με ηχηρό τρόπο από τα δρώμενα της χώρας.

 

Τις κρίσιμες όμως στιγμές όλοι αυτοί και άλλοι πολλοί, όλως παραδόξως και παρ’ όλες τις μεταξύ τους κόντρες συμφωνούσαν σε ένα και μόνο πράγμα, ότι η Ελλάδα χρειάζεται και άλλο δάνειο, και άλλο και άλλο. Σε εκείνες τις χρονικές στιγμές όλοι αυτοί ήταν απέναντι στην κοινή λογική του απλού κόσμου που διερωτόταν πως θα ξεπληρωθούν όλα αυτά τα δάνεια και διαμαρτυρόταν για τη μη βιωσιμότητα του χρέους. Που όταν ρώταγε γιατί δεν πτωχεύουμε, γιατί να μην αρχίσουμε από την αρχή η απάντηση καταπέλτης, μονότονα επαναλαμβανόμενη ήταν: «εσύ δεν ξέρεις από παγκοσμιοποίηση και οικονομία, εσύ φταις με ότι ψήφιζες τόσα χρόνια, μαζί μας τα έφαγες, τώρα εμείς μόνο ξέρουμε και θα σε σώσουμε» αραδιάζοντάς του τόσο εξειδικευμένα και τεχνοκρατικά στοιχεία που θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον πρύτανης οικονομικών στο Yale ή το MIT για να τα επεξεργαστεί λογικά.

 

Οι πολίτες μεταξύ φορολογικής καταιγίδας, δραματικών μειώσεων μισθών ή/και ανεργίας και φτωχοποίησης και εξαθλίωσης συγγενών και φίλων αρχίζουν να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην Ευρώπη της αλληλεγγύης και τους θεσμούς της. Μία Ευρώπη που σιωπά μπροστά στην αναποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων πολιτικών, που σιωπά οδυνηρά μπροστά στην εμφανή κακοδιαχείριση της πολιτικής ελίτ της Ελλάδας, μια Ευρώπη που μοιάζει να θέλει να τιμωρήσει (ή να πειραματιστεί με) έναν λαό και να κρατά στο απυρόβλητο τους καταπιεστές του αφού με αυτούς συνεργάζεται, αυτούς ακούει και αυτούς πριμοδοτεί. Και το πιγκ-πογκ ανάμεσα στις ελληνικές κυβερνήσεις και την Τρόϊκα αρχίζει αφού κάθε φορά που η κοινωνία των πολιτών ρωτούσε τους μεν για μια λάθος πολιτική, απαντούσαν οι δε, παραμερίζοντας κάθε συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το σεβασμό τους και καλώντας την ενεργή κοινωνία των πολιτών να βρίσκουν συνεχώς evidence-based προσεγγίσεις για να μιλήσουν για τις επιπτώσεις της κρίσης. Ο ευρωσκεπτικισμός είναι εδώ και θεριεύει εντός των παλαιών κομμάτων αλλά κυρίως εντός των νέων αναδυόμενων πολιτικών δυνάμεων. Παύει να είναι προνομιακό πεδίο άσκησης πολιτικής της άκρας εθνικιστικής δεξιάς ή του ΚΚΕ.

 

Είναι απαραίτητο στο κλείσιμο αυτού του δεύτερου μέρους να πούμε ότι σε αυτό το πλαίσιο ζόφου και απόγνωσης ένα μικρό κόμμα της αριστεράς του 4% αντλεί δύναμη από τους αλληλέγγυους σε μετανάστες, άπορους, εν γένει μειονότητες αλλά και νέους χωρίς μέλλον και με αρχηγό έναν πρόσχαρο και προσηνή 40άρη ηγέτη αρχίζει να διεκδικεί σοβαρά την εξουσία. Τον μικρό ΣΥΡΙΖΑ συνδράμουν πολιτικοί από όμορους χώρους, διεθνείς προσωπικότητες και ένα σύνολο προοδευτικών οικονομολόγων ενώ ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να δώσει βήμα σε μαρξιστικές φωνές της οικονομίας, της τέχνης και της φιλοσοφίας . Ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός επανέρχονται στην ατζέντα της εσωτερικής πολιτικής συζήτησης ενώ η Ευρώπη -τόσο διαφορετική από την Ελλάδα στις προσλαμβάνουσες και τις ιστορικές της μνήμες- αντιδράει βίαια απέναντι στη νέα πραγματικότητα που η ίδια συν-διαμόρφωσε. Ο κόσμος θυμώνει από τη νέα ενορχηστρωμένη επίθεση στη πολιτική του βούληση και στις ευρωεκλογές 2014 αποφασισμένα δίνει το στίγμα του. Η μεγάλη ανατροπή εκκολάπτεται (σιωπηλά πλέον) από το λαό αλλά και ο νέος εμφύλιος δρομολογείται από τις πιο ακραίες εγχώριες και ευρωπαϊκές δυνάμεις.

 

 

* Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το βιβλίο της Μάρως Δούκα, «Αθώοι και Φταίχτες», εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 2004