Η πρόσφατη άνοδος στην εξουσία του αριστερού κόμματος ΣΥΡΙΖΑ, με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα, ανανεώνει τις προσδοκίες για τα μελλοντικά βήματα που μπορεί ν’ ακολουθήσει η χώρα με σκοπό να βγει από την κρίση. Η υπόσχεση του Τσίπρα να θέσει τέλος στις εξωτερικές παρεμβάσεις γεννά ελπίδες, αλλά η ερώτηση που πλανάται είναι μέχρι ποιο σημείο θα μπορέσει να την τηρήσει χωρίς να οδηγηθεί σε οριστική ρήξη με την κηδεμονία της Τρόικα, να υποχρεωθεί σε πτώχευση και να βγει από την ευρωζώνη. Για να αναλύσουμε αυτές τις επιλογές πρέπει να ανατρέξουμε στις ρίζες αυτής της κρίσης και τις συνέπειες των πολιτικών προσαρμογής που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα.
Η αλήθεια είναι ότι, ακόμα πριν το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα είχε συσσωρεύσει ένα δυσβάσταχτο έλλειμμα και επίπεδο χρέους που η γενική κρίση πυροδότησε. Η αλήθεια είναι ότι τα αρνητικά νούμερα της ελληνικής οικονομίας, όπως εμφανίζονταν παραποιημένα για πολλά χρόνια από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, σχετίζονταν σε μεγάλο βαθμό με τη διαφθορά των αξιωματούχων και τις υπερβάσεις στα έξοδα. Είναι επίσης βέβαιο ότι τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν αντιστοιχούσαν με το βιωτικό επίπεδο κάποιων τομέων του πληθυσμού οι οποίοι χρηματοδοτήθηκαν μολονότι ήταν ήδη υπερχρεωμένοι.
Είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι επειδή από την άλλη πλευρά υπάρχει κάποιος που ωφελείται ενθαρρύνοντας την υπερχρέωση για να κερδοσκοπήσει τοκογλυφικά προάγοντας τον καταναλωτισμό, αυξάνοντας τα έσοδα των πολυεθνικών ή κλείνοντας εξοπλιστικές συμφωνίες. Και έτσι, ο ελληνικός λαός υφίσταται σήμερα τις συνέπειες του θανατηφόρου συνδυασμού ανάμεσα σε διεφθαρμένους πολιτικούς και την οικονομική ολιγαρχία, όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλες τις χώρες του κόσμου εδώ και καιρό.
Πολλοί συγκρίνουν την κατάσταση της Ελλάδας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών με την κατάσταση που έζησε η Αργεντινή το 2001, και πράγματι υπάρχουν κάποια κοινά σημεία. Τη δεκαετία του 90 οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόστηκαν στη χώρα την οδήγησαν σε μια κολοσιαία υπερχρέωση, με την οποία χρηματοδοτήθηκε για κάποια χρόνια η διατήρηση μιας σταθερής νομισματικής ισοτιμίας υπό το καθεστώς της συναλλαγματικής ισοτιμίας, που επέτρεψε την εισαγωγή αγαθών και υπηρεσιών με κόστος χαμηλότερο του πραγματικού. Ταυτόχρονα εξακολουθούσε η χρηματοδότηση με υπερχρέωση του κρατικού ελλείμματος και κυρίως τα τεράστια κέρδη του κερδοσκοπικού κεφαλαίου που εισέπραττε υψηλούς τόκους σε δολάρια. Όταν το χρέος δεν μπορούσε πλέον να στηριχτεί, ξέσπασε η κρίση και η χώρα αναγκάστηκε καταρχάς να κηρύξει πτώχευση και σε σύντομο χρονικό διάστημα να εγκαταλείψει τη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος με συνέπεια μια υποτίμηση μεγαλύτερη του 300%. Αλλά η μεγαλύτερη οικονομική κρίση στην ιστορία της Αργεντινής επέφερε και μια τεράστια θεσμική και πολιτική κρίση που έθεσε τέλος στις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις. Το πιο προοδευτικό προφίλ της νέας κυβέρνησης, στραμμένο προς τη βιομηχανοποίηση, επέτρεψε την εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της υποτίμησης με σκοπό την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, την αύξηση των εξαγωγών, την υποκατάσταση των εισαγωγών και την αύξηση της απασχόλησης. Η πολιτική απόφαση για μείωση του χρέους μέσω της ανάπτυξης και όχι μέσω των ορθόδοξων προσαρμογών, επέτρεψε στη χώρα να ξανασταθεί στα πόδια της πριν ασχοληθεί με την αναδιάρθρωση του χρέους της, πράγμα που έγινε στη συνέχεια αλλά με τους όρους που έθεσε η κυβέρνηση της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν μια δεκαετία ανάπτυξης και μείωσης του χρέους και μια σημαντική βελτίωση στις συνθήκες ζωής του λαού. Η κατάσταση τα τελευταία δυο χρόνια, όπου λόγω της διεθνούς κρίσης οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν μειωθεί ενώ έχει ανακάμψει ο πληθωρισμός, δεν ακυρώνει σε τίποτα το πώς η χώρα μπόρεσε με επιτυχία να ξεπεράσει την κρίση και να σταθεροποιήσει την οικονομία της επί μία δεκαετία, και αυτό το πέτυχε με μια κυρίαρχη επεκτατική πολιτική και όχι με προγράμματα προσαρμογής κάτω από την επίβλεψη του ΔΝΤ.
Αν και ίσως δεν είναι σκόπιμο να εξομοιώσουμε την περίπτωση της Αργεντινής με την κατάσταση που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες που βρίσκονται σε κρίση, είναι ωστόσο προφανές ότι υπάρχουν κάποια κοινά σημεία. Στην Αργεντινή το καθεστώς της συναλλαγματικής ισοτιμίας εμπόδιζε την πραγματοποίηση υποτιμητικών προσαρμογών που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα. Παρόμοια κατάσταση αντιμετωπίζουν οι χώρες της ευρωζώνης που δεν μπορούν να ελέγξουν την νομισματική τους πολιτική. Η βελτίωση στην ανταγωνιστικότητα που συνεπάγεται μια υποτίμηση μπορεί να έχει διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με το παραγωγικό δυναμικό κάθε χώρας, και είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να προταθεί ως μια μαγική λύση, επειδή σε μια τέτοια περίπτωση όλες οι χώρες θα έμπαιναν σε ένα διαρκή υποτιμητικό ανταγωνισμό. Αλλά είναι αλήθεια ότι στην περίπτωση χωρών που βρίσκονται σε κρίση και έχουν υψηλή ανεργία και εμπορικό έλλειμμα, έχει πάντα θετικές επιπτώσεις. Στην Αργεντινή, η πολιτική υποστήριξης στην κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών των λιγότερων προστατευμένων τομέων, καταρχάς ωφέλησε τον πληθυσμό, και κατά δεύτερον ενίσχυσε την εσωτερική αγορά και επανεκκίνησε την οικονομία, πράγμα που με τη σειρά του βελτίωσε τις εισπράξεις των φόρων. Αντίθετα, οι πολιτικές προσαρμογής και ακραίας λιτότητας επιτυγχάνουν μόνο την εξαθλίωση του πληθυσμού ενώ τα εξωτερικά χρέη συνεχίζουν να αυξάνονται ή στην καλύτερη περίπτωση διατηρούνται στα ίδια επίπεδα, επειδή οι προσαρμογές μειώνουν τα έξοδα αλλά ταυτόχρονα και τα έσοδα λόγω της ύφεσης.
Οι συνέπειες των πολιτικών προσαρμογής στην Ελλάδα έχουν οδηγήσει σήμερα μεγάλο μέρος του λαού της στα όρια της φτώχειας. Η αύξηση των φόρων, οι απολύσεις σχεδόν 200.000 δημοσίων υπαλλήλων, οι μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις και οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες είχαν τραγικές συνέπειες. Με ένα ποσοστό 27,4% ανέργων, και ένα 10% παιδιών με διατροφικές ελλείψεις η κοινωνική κατάσταση έχει φτάσει σε οριακό σημείο. Με όλες αυτές τις προσαρμογές η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25% από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση, και κατά συνέπεια οι εισπράξεις των φόρων βρίσκονται σε ακόμη χαμηλότερο ποσοστό και είναι αδύνατο να μειωθεί το έλλειμμα ώστε να μπορέσει να πληρωθεί το χρέος. Στο μεταξύ το ΔΝΤ και η ΕΚΤ επέλεξαν τη χρηματοδοτική διάσωση, όχι επειδή θέλουν να σώσουν την Ελλάδα, ούτε ασφαλώς το λαό της, αλλά επειδή θέλουν να σώσουν τις τράπεζες, στην πλειοψηφία τους γερμανικές και γαλλικές, που θα κατέρρεαν στην περίπτωση μιας χρεωκοπίας. Επίσης προσπαθούν να αποφύγουν το ενδεχόμενο μια ολοκληρωτική κατάρρευση της Ελλάδας και η πιθανή της έξοδος από το ευρώ να μεταδοθεί και σε άλλες χώρες που βρίσκονται σε κρίση όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία. Τελικά, ο χρηματοδοτικός τομέας που είναι ο κύριος υπεύθυνος των κρίσεων υπερχρέωσης, είναι επίσης και ο πραγματικός αποδέκτης των διασώσεων που συντονίζουν οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και εξακολουθεί να σωρεύει κέρδη χάρη στη διαμεσολάβησή του σε όλες τις επαναχρηματοδοτήσεις.
Οπότε, για να απαντήσουμε στην ερώτηση για το ποιες επιλογές έχει η Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη όσα ειπώθηκαν, είναι καλό να ξεκαθαρίσουμε ποιοι πρέπει να είναι οι στόχοι, ποιες οι διαδικασίες και ποιοι οι εκτελεστές. Επειδή για όλους εμάς που επιθυμούμε ένα μεγάλο Παγκόσμιο Ανθρώπινο Έθνος, είναι λογικό ότι η περιφερειακή ολοκλήρωση είναι ένα ενδιάμεσο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση και θα μπορούσαμε, έτσι, να συμπεράνουμε πως πρέπει να γίνει προσπάθεια να μην αποδυναμωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει όπως να αναρωτηθούμε αν αυτή η ευρωπαϊκή κατασκευή είναι μια κατασκευή των λαών και για τους λαούς, ή αν είναι μια κατασκευή των οικονομικών δυνάμεων προς δικό τους όφελος. Και σήμερα όλα δείχνουν ότι, την ώρα των κρίσεων, η προτεραιότητα δεν είναι οι λαοί αλλά οι τράπεζες. Κατά συνέπεια, αν θέλουμε ν’ αλλάξουμε τους στόχους και οι λαοί να τεθούν ως προτεραιότητα, ίσως πρέπει να τα ξαναφτιάξουμε όλα απ’ την αρχή. Επειδή, ασφαλώς, η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα έχει σημαντικό αντίκτυπο και μεγάλες δυσκολίες, φυσικά το καλύτερο θα ήταν όλα αυτά να μπορούσαν να λυθούν διατηρώντας τη σταθερότητα της ΕΕ. Αλλά για να γίνει αυτό οι αποφάσεις πρέπει να είναι άλλες, η ΕΚΤ πρέπει να συμπεριφέρεται σα μια Κεντρική Τράπεζα μιας χώρας που η κυβέρνησή της επιδιώκει την πρόοδο και την πλήρη απασχόληση, ευνοώντας την ανάπτυξη σε κάθε σημείο του εδάφους της. Η ΕΚΤ θα έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στις κοινωνικές δαπάνες για να ανακουφίσει την κατάσταση του λαού, αντί να επαγρυπνά για να μην υπερβεί ο πληθωρισμός το 2% ετησίως προστατεύοντας έτσι τα χρηματοοικονομικά ενεργητικά. Όμως η ΕΕ δεν ιδρύθηκε με βάση ανθρωπιστικά ιδανικά, αλλά με βάση οικονομικά συμφέροντα που φέρουν τη σφραγίδα του νεοφιλελευθερισμού. Συνεπώς θα είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν οι πολιτικές.
Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το πλαίσιο θα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να σχεδιάσει τα επόμενα βήματά της. Προτεραιότητά της πρέπει να είναι ο κόσμος, και δεν είναι δυνατό να συνεχιστούν οι απάνθρωπες προσαρμογές με σκοπό να δημιουργηθεί ένα πλεόνασμα που θα επιτρέψει να αποπληρωθούν οι πιστωτές. Θα έπρεπε να ανασταλεί η αποπληρωμή του χρέους, τουλάχιστον για μια ικανή περίοδο που θα επιτρέψει στη χώρα να ανακάμψει, να βελτιώσει την κοινωνική της κατάσταση και να μειώσει την ανεργία, ώστε στη συνέχεια να προσπαθήσει να αναδιαρθρώσει το χρέος της και να το αποπληρώσει χωρίς να θυσιάζει το λαό της. Και αν η ΕΕ ενδιαφερόταν για την κατάσταση του λαού της Ελλάδας, όχι μονάχα θα έπρεπε να δεχτεί αυτή την απόφαση χωρίς να επιβάλλει αντίποινα, αλλά και θα έπρεπε επιπροσθέτως να βοηθήσει χρηματοδοτικά την Ελλάδα για να δώσει ώθηση στην ανάπτυξή της. Όμως καθώς είναι πολύ δύσκολο οι εκτελεστές μιας τέτοιας πολιτικής να αναδυθούν μέσα από την Τρόικα, είναι σίγουρο πως η Ελλάδα θα πρέπει να βγει από το ευρώ για να μπορέσει να αποφασίσει μόνη της τη νομισματική της πολιτική και μόνη της να ανακάμψει. Τα προβλήματα που κάτι τέτοιο μπορεί να δημιουργήσει σε μια πρώτη φάση θα είναι μικρότερα ως προς τις κοινωνικές τους επιπτώσεις από αυτά που σήμερα βιώνει ο ελληνικός λαός. Ασφαλώς οι Έλληνες θα πρέπει να λύσουν πολλά εσωτερικά τους προβλήματα και να καταπολεμήσουν τη διαφθορά των αξιωματούχων τους αλλά αυτό θα γίνει με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής και όχι του πλουτισμού των τοκογλύφων.
Αν η ΕΕ δεν επαναστατήσει από το εσωτερικό της και δε μετατρέψει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της, αργά ή γρήγορα η Ελλάδα, και ίσως και άλλες χώρες θα καταλήξουν να βγουν από το ευρώ. Αν αυτό συμβεί, δε θα πρέπει να ερμηνευτεί ως οπισθοχώρηση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά ως βήμα προς ένα διαφορετικό παράδειγμα ολοκλήρωσης. Μια ολοκλήρωση στην οποία προτεραιότητα έχουν οι λαοί και όχι η Τράπεζα, που σήμερα έχει αναχθεί στον κύριο εχθρό τους.